Αντικειμενικός στόχος είναι να διερευνηθεί η σημασία και ο ρόλος που διαδραματίζει η γεωπολιτική στην δημιουργία κοινότητας ασφαλείας στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας .

Γράφει ο Αρχιμ. Κ.Αλεξανδρόπουλος*

Η περιοχή μελέτης είναι η περιοχή της γεωπολιτικής προσέγγισης των δύο χωρών, η οποία τοποθετείται γεωγραφικά στην περιοχή του Αιγαίου και του Έβρου όπου είναι τα φυσικά σύνορα των δύο χωρών αλλά και στις σχέσεις που διέπουν πολιτικά, κοινωνικά και στρατιωτικά την περιοχή με εντάσεις, διεκδικήσεις και με αρκετά θερμά επεισόδια μεταξύ τους. Ως σύνορο νοτιοανατολικό της Ευρώπης και μοναδική είσοδος για αιώνες στην Ασία και στις εύπορες περιοχές της, η Ελλάδα και η Τουρκία λειτουργούσαν ως σταυροδρόμι, αλλά και ως σημαντικό κέντρο ενώ από τα αρχαία χρόνια, την Βυζαντινή και αργότερα την Οθωμανική αυτοκρατορία, η περιοχή αυτή ήταν το «μαλακό υπογάστριο» της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, καθώς έλεγχαν σημαντικές εμπορικές και στρατηγικές οδούς, κάτι που ακόμα και σήμερα συμβαίνει, καθώς παραμένει σημαντικός εμπορικός κόμβος.


Ο βασικός στόχος είναι να αναδείξει τις γεωπολιτικές παραμέτρους που φέρνουν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τις δύο χώρες, οι οποίες ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις και δεν τις αφήνουν να εκτροχιασθούν, προκαλώντας ανεπανόρθωτες καταστροφές στις ισορροπίες τόσο μεταξύ των χωρών της περιοχής των Βαλκανίων όσο και των χωρών της λεκάνης της Μεσογείου.

Συγκεκριμένα, η ελληνική πολιτική των τελευταίων χρόνων έχει διαμορφώσει τις σχέσεις της με την Τουρκία επί τη βάσει της πορείας της Άγκυρας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, υποστηρίζοντας τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Αυτή η τακτική δείχνει λογική, δεδομένου ότι αποτελεί την επίσημη πολιτική της Ελλάδας. Ωστόσο, ορισμένοι κύκλοι υποστηρίζουν ότι η Αθήνα δεν θα πρέπει να παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα δέσμια παρωχημένων αντιλήψεων και ότι θα ήταν προς όφελός της αν προέβαινε σε ανασχεδιασμό της πολιτικής της έναντι της γείτονος χώρας. Επίσης, θεωρείται δεδομένο ότι ο ευρύτερος γεωπολιτικός χώρος στον οποίον κινείται η Ελλάδα και η Τουρκία αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς, όπως άλλωστε αλλάζουν και οι δεδομένες έως σήμερα ισορροπίες. Οι κανόνες που καθορίζουν τις κινήσεις στην διεθνή πολιτική σκακιέρα ρυθμίζονται από την γεωπολιτική προσέγγιση του θέματος και η ισορροπία στην ευρύτερη περιοχή θα συνεχίσει να υφίσταται όσο θα τηρούνται αυτοί οι κανόνες και από τις δύο πλευρές.

Ορισμός της Γεωπολιτικής επιστήμης

Συμφώνα προς τον πατέρα της Γεωπολιτικής, τον γερμανό γεωγράφο Friedrich Ratzel (1844-1904), γεωπολιτική είναι: Η Γεωγραφία στην Υπηρεσία της Πολιτικής του Κράτους. Αυτήν την έννοια έδωσε στον όρο «Πολιτική Γεωγραφία» ο Ratzel στο έργο του Politische Geographie.. Σ’ αυτό το σημείο επισημαίνουμε ότι η Ιδρυτική Σχολή της Γεωπολιτικής είναι Γερμανική Γεωγραφική Σχολή και ιδρυτής της ο Friedrich Ratzel, ο οποίος ήταν ο πρώτος που μεταχειρίστηκε τον χώρο συστηματικά στις μελέτες του για το κράτος (1897).

Ο επίσης γερμανός γεωγράφος, και επιστημονικά επηρεασμένος από τον Friedrich Ratzel, ο Καθηγητής του Πολυτεχνείου του Μονάχου, Karl Haushoffer (1869-1946), έγραφε το 1920 ότι: «Η Γεωπολιτική θα είναι και πρέπει να είναι η γεωγραφική συνείδηση του κράτους. Το αντικείμενό της είναι η μελέτη των μεγάλων ζωτικών συσχετίσεων του σύγχρονου ανθρώπου στο πλαίσιο του σύγχρονου χώρου και ο σκοπός της είναι ο συντονισμός των φαινομένων που συνδέουν το κράτος με το χώρο».
Ο Friedrich Ratzel (1844-1904) ήταν ο πρώτος που μεταχειρίστηκε τον χώρο συστηματικά στις μελέτες του για το κράτος. Παρείχε στους μελλοντικούς γεωγράφους μια επιστημονική βάση για την επεκτατική ηθική των κρατών, που αντανακλούσε τις γερμανικές εμπειρίες και επιθυμίες για το μέλλον κατά τον 19ο αιώνα, καθώς η Γερμανία αναδυόταν ως κορυφαία οικονομική, στρατιωτική δύναμη στην ηπειρωτική Ευρώπη.

Η Πολιτική Γεωγραφία διατρέχεται πέρα για πέρα από την μεταφορική εικόνα του κράτους-οργανισμού. Λαμβανόμενη με την κατά γράμμα σημασία της, η έννοια του πολιτικού οργανισμού παραπέμπει στον ευρωπαϊκό σοσιαλδαρβινισμό και είναι βέβαιο ότι από την στιγμή που δεχόμαστε ότι τα Κράτη ζουν, φθίνουν, παρακμάζουν και πεθαίνουν όπως οι φυτικοί ή ζωικοί οργανισμοί, η αντίληψη του struggle for life κυριαρχεί πολύ εύκολα. Αντιθέτως, στην περίπτωση του Ratzel, τα πράγματα είναι περισσότερο πολύπλοκα.

Το κράτος είναι για αυτόν ένας οργανισμός συνδεδεμένος με το έδαφος, με συγκεκριμένες εδαφικές εκτάσεις. Αυτή η οργανική σχέση αποτελεί τη βάση της βιογεωγραφικής του προσέγγισης και κατ’ αυτήν την έννοια θα πρέπει να γίνεται νοητή. Από την οπτική αυτή κάθε κράτος είναι τμήμα της ανθρωπότητας συνδεδεμένο με συγκεκριμένη εδαφική έκταση που αποτελεί την υλική του βάση. Είναι αδύνατο να γίνει νοητή η έννοια του ανθρώπινου είδους χωρίς την έννοια του εδάφους και συνεπώς, είναι αδύνατο να νοηθεί κράτος χωρίς έδαφος. Εισήγαγε επίσης τον όρο του Ζωτικού Χώρου (Lebensbaum) ως το νόμο με τον οποίο τα κράτη επεκτείνονται. Οι θεωρίες του Ratzel ταίριαζαν στην οπτική της Γερμανίας για το μέλλον της ως μελλοντική επιθετική καπιταλιστική «Γιγάντια χώρα».

Καταφεύγοντας τελικά σε ένα κάπως σχηματοποιημένο πρότυπο, θα μπορούσε να συνοψιστεί το έργο του σε έξι σημαντικά σημεία:

• Τα κράτη είναι ζωντανοί οργανισμοί που γεννιούνται, ζουν γερνούν και πεθαίνουν (με πιο πολιτική ορολογία θα μπορούσε να διατυπωθεί ως: ιδρύονται, ακμάζουν, παρακμάζουν και διαλύονται),

• Η ανάπτυξη των κρατών, νοούμενων ως οργανισμών είναι προκαθορισμένη. Έτσι ο γεωγράφος και ο πολιτικός θα πρέπει να έχουν σκοπό την αποκάλυψη των προαιώνιων νόμων που διέπουν αυτήν την αναπτυξιακή διαδικασία.

• Το γεωγραφικό και ιστορικό περιβάλλον χαρακτηρίζει τους ανθρώπους, τους καταγόμενους από ένα συγκεκριμένο κράτος.

• Η έννοια του Ζωτικού Χώρου αποτελεί κεντρικό άξονα.

• Η αντίθεση μεταξύ χερσαίων και θαλασσίων δυνάμεων έχει θεμελιώδη σημασία για τις σχέσεις μεταξύ των λαών.

• Η θέση ότι η Πολιτική Γεωγραφία υποκρύπτει την υποκειμενική διάσταση της αίσθησης του χώρου και της ζωτικής ενέργειας.

Η Γεωπολιτική πρέπει να αφιερώνεται στην ανάλυση της φύσεως του Κράτους, περιορίζοντας το ερευνητικό πεδίο της Πολιτικής Γεωγραφίας στη μελέτη των ανθρωπίνων κοινωνιών. Στη συνείδησή του η γεωγραφική υπόσταση υπερισχύει: ο Χώρος είναι «καθαγιασμένος» και αποτελεί πηγή ζωτικότητας και ισχύος για το Κράτος. Πρόκειται για την υλική υποδομή του Κράτους, του οποίου η σύσταση δεν είναι τίποτε άλλο παρά χωρική. Η Γεωπολιτική αποτελεί τη συνδετήρια γέφυρα μεταξύ του Χώρου, του φυσικού περιβάλλοντος και του λαού που ζει στο πλαίσιό του. Πρόκειται για «τη μελέτη του Κράτους νοούμενου ως γεωγραφικού οργανισμού ή ακόμη περισσότερο ως χωρικού φαινομένου, δηλαδή ως ενός τμήματος του γήινου χώρου, μιας περιοχής, ενός χωρικού πλαισίου ή ακόμη πιο συγκεκριμένα, μιας χώρας.

Ο διασημότερος από τους θεωρητικούς της Γεωπολιτικής και επίσης πνευματικό τέκνο του Ratzel, είναι ο γερμανός γεωγράφος και απόστρατος ταγματάρχης Karl Haushofer (1869-1946). Τα γεωπολιτικά οράματα του Haushofer αρχίζουν και αποκρυσταλλώνονται την εποχή του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου όταν διαβάζει το έργο του Kjellen Το Κράτος ως μορφή ζωής. Επικαλούμενος προβλήματα υγείας εγκαταλείπει το στράτευμα με το τέλος του πολέμου και ξεκινάει την ακαδημαϊκή του καριέρα. Πληγωμένος όπως και πολλοί συμπατριώτες του από το όνειδος της Συνθήκης των Βερσαλλιών, αφοσιώνεται στο στόχο της εξυπηρέτησης των γερμανικών εθνικών ιδεωδών και της «γερμανοσύνης». Πρόκειται για την υπεράσπιση εκείνης της πολιτισμικής κοινότητας, στο πλαίσιο της οποίας όλοι οι Γερμανοί θα εύρισκαν τη θέση τους, αλλά και τον απαραίτητο Ζωτικό Χώρο, ώστε να αναπτύξουν πλήρως, ελεύθερα και αβίαστα τις ικανότητες της φυλής τους.

Οι αναλύσεις του καταλήγουν ότι η Γεωπολιτική θα έπρεπε να συμβάλλει στην αποκατάσταση του γερμανικού μεγαλείου. Τα «αυθαίρετα» σύνορα που επέβαλλαν οι Βερσαλλίες έπρεπε να αναχαραχθούν και να δημιουργηθεί μια ενιαία Γερμανία, η οποία μέχρι τότε ήταν διασπαρμένη σε επί μέρους γερμανικά εδάφη εξ αιτίας των Συμμάχων, αλλά και της ανικανότητας της μέχρι τότε γερμανικής ηγέτιδας τάξεως. Ο Haushofer, συνεχίζει το έργο των Ratzel και Kjellen, διαμορφώνει όμως ένα νόμο που διέπει τα σύνορα και τον Ζωτικό Χώρο: τα σύνορα διαστέλλονται τόσο όσο απαιτείται, ώστε εντός αυτών ο Ζωτικός Χώρος που περικλείεται να καλύπτει πλήρως τις ανάγκες του πληθυσμού του έθνους, στο οποίο ανήκουν τα σύνορα αυτά. Στο έργο του Τα σύνορα και η πολιτική τους σημασία (1927), ο Haushofer επεξηγεί ότι τα σύνορα δεν αποτελούν κατά κανένα τρόπο νομικής φύσεως χαράξεις αλλά αντίθετα, στρατηγικούς στόχους ύπαρξης σε έναν περιορισμένης έκτασης πλανήτη.

Σύμφωνα με τον Haushofer, ο αντικειμενικός σκοπός της γεωπολιτικής αναλύσεώς του ήταν να συμβάλλει στην ανάδειξη, στο διεθνές προσκήνιο, ενός περιορισμένου αριθμού κρατών διεθνούς ακτινοβολίας, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία, έκαστο των οποίων θα κυριαρχούσε σε μια συγκεκριμένη ζώνη επιρροής.

Η γεωπολιτική προσέγγιση Ελλάδας – Τουρκίας και η κατάσταση στις μεταξύ των σχέσεις

Μετά την διατύπωση των βασικών εννοιών και ορισμών της γεωπολιτικής επιστήμης, που αναλύσαμε στο 1ο κεφάλαιο, μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια ειδικότερη γεωπολιτική προσέγγιση, αυτή της Ελλάδας με την Τουρκία. Οφείλουμε να αναφερθούμε αρχικά στην πορεία της γεωπολιτικής στις μεταξύ των δύο χωρών σχέσεις, για να αποκτήσουμε μια γενική εικόνα της σημασίας της για την σταθερότητα και ασφάλεια της περιοχής.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλα ξεκινούν από την έκφραση Γκρίζες Ζώνες, η οποία είναι ένας μονομερής όρος της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, που περιγράφει τα ύδατα και τις νησίδες του Αιγαίου τα οποία η Τουρκία αμφισβητεί και μέσω αυτής της αμφισβήτησης ουσιαστικά αμφισβητεί την παραδεδεγμένη κυριαρχία της Ελλάδος. Ο όρος όμως αυτός και οι σχετικές διεκδικήσεις δεν έχουν καμία νομική υπόσταση και αυτό έχει ως συνέπεια να θεωρείται εκ μέρους της Ελλάδας η θέση αυτή ως μια σοβαρή κίνηση ιμπεριαλισμού της Τουρκίας στο Αιγαίο. Η ελληνική πλευρά επισημαίνει ότι τα υπάρχοντα σύνορα στο Αιγαίο, απορρέουν από τις διεθνείς συνθήκες και αρχές, τις οποίες η Τουρκία οφείλει να σεβαστεί, αντί να τις παραβλέπει συστηματικά. Στις εν λόγω περιοχές του Αιγαίου, κατά την Τουρκία, η κυριότητα τους δεν είναι ξεκάθαρη. Αν και ο όρος δεν έχει βρει ανταπόκριση σε κάποιον επίσημο διεθνή οργανισμό, χρησιμοποιείται συχνά από την τουρκική πλευρά για την αιτιολόγηση ή περιγραφή διεκδικήσεών της σε ελληνικές παραμεθόριες περιοχές.

Ένας βασικός παράγοντας για την αστάθεια στο Αιγαίο είναι το τουρκικό casus belli, σε περίπτωση που η Ελλάδα αξιώσει να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 Ναυτικά Μίλια που είναι ένα δικαίωμα το οποίο παραχωρείται από το Διεθνές Δίκαιο.

Συγκεκριμένα, το 1982 ψηφίστηκε η Διεθνής Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, που περιελάμβανε την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων στα 12 Ναυτικά Μίλια από την κοντινότερη ξηρά, την στιγμή που η Ελλάδα θεωρούσε χωρικά ύδατα της τα 6 ΝΜ. Μετά την υπερψήφιση της σύμβασης από τη διεθνή κοινότητα, η Τουρκία δήλωσε πως θεωρεί αιτία πολέμου την εν λόγω επέκταση αν την υιοθετούσε η Ελλάδα.

Η ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου πελάγους αφορά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών. Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η υφαλοκρηπίδα πρέπει να οριοθετηθεί με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, ενώ η Τουρκία υποστηρίζει ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δικαίωμα υφαλοκρηπίδας και ότι η εγγύτητα των ελληνικών νησιών στα τουρκικά παράλια αποτελεί «ειδική περίσταση» που δικαιολογεί απόκλιση από την αρχή της μέσης γραμμής.

Η διαμάχη ανάγεται από το Καλοκαίρι του 1973, μετά τη δημόσια δήλωση του τότε πρωθυπουργού και προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Γ. Παπαδόπουλου περί ύπαρξης κοιτασμάτων πετρελαίου στο Αιγαίο και εξόρυξης αυτών, όπου παράλληλα η Τουρκική Κυβέρνηση παραχώρησε άδεια διεξαγωγής ερευνών για πετρέλαιο σε υποθαλάσσιες περιοχές κοντά σε ελληνικά νησιά. Το 1974 και το 1976 πραγματοποιήθηκαν έρευνες στο Αιγαίο από τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος. Η Ελλάδα αντέδρασε, θεώρησε τη διαμάχη νομική και ζήτησε την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Το ζήτημα περιπλέκεται από το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει κυρώσει ούτε τη Διεθνή Συνθήκη για την Υφαλοκρηπίδα του 1958 ούτε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, οι οποίες ορίζουν την υφαλοκρηπίδα και τρόπους οριοθέτησής της. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης πάντως έχει δεχτεί ότι τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα αποτελούν διεθνές εθιμικό δίκαιο και τα άρθρα 1-3 της Συνθήκης του 1958 ισχύουν για όλα τα κράτη, ανεξάρτητα από το αν την έχουν κυρώσει ή όχι.

Επιπλέον, όπως σαφώς προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο και τη σχετική νομολογία (Σύμβαση της Γενεύης 1958, Σύμβαση 1982 Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας, Απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας 1969) τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας, παρά τους περί του αντιθέτου νομικά αβάσιμους ισχυρισμούς της Τουρκίας.

Ως προς την επίλυση της διαφοράς, η Τουρκία επικαλείται την αρχή της ευθυδικίας (equity), χωρίς να μπορεί να τη στηρίξει σε κριτήρια ασφαλή και συγκεκριμένα. Σύμφωνα με την Ελλάδα για την οριοθέτηση της υ-υφαλοκρηπίδας εφαρμόζεται το Διεθνές Δίκαιο (συμβατικό και εθιμικό), στο πλαίσιο του οποίου ο κανόνας της μέσης γραμμής αποτελεί την επικρατούσα αρχή του Δικαίου της οριοθέτησης. Αυτό άλλωστε βεβαιώνεται και από τη διεθνή πρακτική.

Επιπλέον, κατά την διεθνή πρακτική, οι «ειδικές περιστάσεις» που αυθαίρετα επικαλείται η Τουρκική πλευρά για την επίλυση του προβλήματος της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, δεν αποτελούν παρά εξαίρεση του κανόνα εφαρμογής της μέσης γραμμής. Κατά συνέπεια, οι απόψεις αυτές δεν δύνανται να δικαιολογήσουν μετάθεση της μέσης γραμμής από το Ανατολικό στο Κεντρικό Αιγαίο, αλλά ούτε και να θέσουν εν αμφιβόλω την εφαρμογή του διεθνούς συμβατικού και εθιμικού κανόνα, ότι τα νησιά έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα.

Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της πολιτικής που έχει διαμορφωθεί σήμερα, δηλαδή μιας πολιτικής η οποία σκοπό της έχει να αναβαθμίσει τη συγκεκριμένη ευαίσθητη περιοχή, ώστε να υπάρξουν σύντομα απτά στοιχεία βελτίωσης των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών που θα έχουν ως αποτέλεσμα την βελτίωση της ποιότητας της ζωής, τη σημαντική αύξηση του εμπορίου και την άμεση ικανοποίηση διαφόρων ευαίσθητων κοινωνικών απαιτήσεων που θα βοηθήσουν με τον καλύτερο τρόπο την καταπολέμηση πολλών σημερινών κοινωνικών προβλημάτων. Για παράδειγμα, η ευκολότερη μετακίνηση εργατικού δυναμικού στα πλαίσια μιας μελλοντικής προσπάθειας οικονομικής ανάπτυξης και καταπολέμησης της ανεργίας, θεωρείται πλέον επιτακτική.

Η δημιουργία γεωπολιτικής βάσης με τη χάραξη νέας πολιτικής της Ελλάδας με την Τουρκία

Η Ελλάδα και η Τουρκία βρίσκονται στην παρούσα φάση σε δύο εντελώς διαφορετικές τροχιές. Η Ελλάδα έχει εισέλθει σε τροχιά εσωστρέφειας, φλερτάροντας επικίνδυνα με την πολιτική αστάθεια. Η Τουρκία, πάλι, συμπεριφέρεται σαν μια νέα μεγάλη δύναμη κλείνοντας τα παραδοσιακά της «θέματα», από την Αρμενία έως το εσωτερικό μέτωπο των Κούρδων. Η τουρκική κυβέρνηση επιχειρεί να κάνει τη χώρα ένα ισχυρό γεωπολιτικό «παίκτη».

Από την άλλη, όμως, έχει αποδειχθεί παραδοσιακά πως ένα κομμάτι του βαθύ τουρκικού κατεστημένου δοκιμάζει πάντοτε να επιχειρήσει θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα όταν αυτή βρίσκεται σε κρίση ή περίοδο αβεβαιότητος. Συνέβη το 1955 με άρρωστο τον τότε πρωθυπουργό Παπάγο, το 1974 και το 1996 σε ένα μεσοδιάστημα όπου επικρατούσε κενό εξουσίας, προτού αναλάβει πλήρως την εξουσία ο κ. Σημίτης.

Ταυτόχρονα γίνεται όλο και πιο σαφές πως το ευρωπαϊκό χαρτί της Ελλάδας, δεν φαντάζει τόσο ισχυρό πλέον. Το κατεστημένο της Αγκύρας αντιλαμβάνεται πως στην παρούσα πολιτική συγκυρία στην Ευρώπη, η πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. θα πρέπει να θεωρείται εντελώς ανεδαφική. Η προοπτική της Ευρώπης απομακρύνεται και αυτό το γνωρίζουν καλά οι διπλωμάτες της. Η ελληνική εξωτερική πολιτική βασίσθηκε στην υπόθεση της ένταξης και τώρα αυτό δείχνει ότι δεν λειτουργεί πλέον.

Δεν είναι όμως και ξεκάθαρο τι άλλα χαρτιά μπορεί η Ελλάδα να χρησιμοποιήσει ώστε να αποκτήσει έναν άλλο μοχλό πίεσης έναντι της Τουρκίας.

Η Άγκυρα θεωρεί πως ο χρόνος δουλεύει γι’ αυτήν σε ότι αφορά την εξίσωση δύναμης Ελλάδος – Τουρκίας. Και γι’ αυτό δρα με σύστημα και υπομονή αναβαθμίζοντας κάθε τόσο τις απαιτήσεις της, ενώ παράλληλα επιχειρεί να επιβάλει με προκλητικό τρόπο την ηγεμονία της στο Αιγαίο. Τίποτα δεν αποκλείει η κλιμάκωση – που μέχρι στιγμής κρατιέται σε ελεγχόμενο επίπεδο – να συνεχισθεί.

Το σημείο που θα πρέπει να επικεντρωθεί η Ελληνική πλευρά αρχικά είναι η αντιμετώπιση των εσωτερικών της προβλημάτων, που λόγω της δριμύς οικονομικής κρίσης την έχει θέσει εκτός παιχνιδιού, με αποτέλεσμα να χαθεί εν’ μέρη η γεωπολιτική ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Η Ελλάδα απειλείται περισσότερο από τις δικές της παθογένειες και γι’ αυτό θα θεωρούνταν πρακτικό και σώφρον να ανησυχεί μεν για τη συμπεριφορά της γείτονος και να εργάζεται για την γεωπολιτική προσέγγισή αλλά ταυτόχρονα να φροντίζει και τα του οίκου της, που εν τέλει καθορίζουν και την ισχύ της έναντι των υπολοίπων.

H ασκούμενη πολιτική της Αθήνας στον τομέα των ελληνοτουρκικών σχέσεων άρχισε να διαμορφώνεται απ’ το ξεκίνημα της δεκαετίας ’90 και εξελίχθηκε μέσα από τους δρόμους της «αναθέρμανσης» των ευρωτουρκικών σχέσεων από τότε έως και στις ημέρες μας. Στο όλο ζήτημα, σοβαρό συντελεστή διαμόρφωσης θέσεων είχε κατά περιόδους η υπόθεση της Κύπρου, η οποία συνέβαλλε και συνεχίζει ως και σήμερα να αποτελεί κομβικό σημείο γεωπολιτικού καθορισμού στην ευρύτερη περιοχή.

Με μικρές παραλλαγές, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις κινήθηκαν στη βάση μιας γεωπολιτικής βάσης, κατά την οποία η επίδειξη μιας μετριοπάθειας στο ακανθώδες πεδίο των σχέσεων Αθήνας – Άγκυρας, σε συνδυασμό με θετικές εξελίξεις στην υπόθεση των ευρωτουρκικών σχέσεων, θα έφερνε με τον καιρό την Τουρκία σε μια θέση ανάγκης για εγκατάλειψη της «επιθετικότητάς» της απέναντι στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτών των υπολογισμών, έγινε παραδεκτό από τις ελληνικές ηγεσίες ότι παράλληλα με μία τέτοια πορεία, θα προέκυπτε και μια βιώσιμη λύση για ένα ενιαίο κράτος στην Κύπρο, στη βάση των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των υφιστάμενων αποφάσεων του OHE. Τέσσερις πρωθυπουργοί κινήθηκαν επάνω σ’ αυτόν τον άξονα εξωτερικής πολιτικής στη διάρκεια της παρελθούσας 15ετίας.

Σήμερα, με την Κύπρο πάντοτε διαιρεμένη μεν αλλά πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την Άγκυρα να υπογραμμίζει με τον πιο καθαρό τρόπο τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο, η μετριοπαθής πολιτική της Αθήνας έχει φθάσει ουσιαστικά στο τέλος της.

Υπάρχουν τέσσερις πιθανοί τρόποι διαχείρισης του κεντρικού ζητήματος της γεωπολιτικής σταθερότητας, που μπορεί να ακολουθήσει η ελληνική πολιτική:

• Υιοθέτηση μιας πιο δυναμικής πολιτικής από την Ελλάδα, απάντηση σε είδος στις διάφορες προκλήσεις της Άγκυρας, θεωρώντας ότι η μέχρι τώρα υποχωρητική στάση ενθάρρυνε τον αντίπαλο να κλιμακώσει τις διεκδικήσεις του. Μια τέτοια πολιτική προϋποθέτει και αύξηση των αμυντικών δαπανών. Αν ο αντίπαλος «μαζευτεί», η στρατηγική πέτυχε. Αν όχι, αυξάνεται σημαντικά η πιθανότητα θερμού επεισοδίου, ίσως και πολεμικής αναμέτρησης.

• Η χώρα παίρνει απόφαση ότι τα πολιτικά, οικονομικά και δημογραφικά μεγέθη δεν επιτρέπουν τη συνέχιση μιας αποτρεπτικής πολιτικής και συμβιβάζεται με την ιδέα της «φινλανδοποίησης».

• «Πάγωμα» των ελληνοτουρκικών διαφορών μέχρι να συμβεί κάτι που θα μεταμορφώσει το στρατηγικό πεδίο. Προς το παρόν, βεβαίως, η Ελλάδα αποδυναμώνεται, η Τουρκία ισχυροποιείται και η Ευρώπη προβληματίζεται για το μέλλον της. Πλεονέκτημα της εν λόγω πολιτικής η «σιγουριά» ότι δεν παραχωρούμε τίποτε. Η εν λόγω επιλογή θα γινόταν πιο ελκυστική αν μειωνόταν η ένταση στο Αιγαίο (μέσω προσωρινών λύσεων λειτουργικού χαρακτήρα και προσπάθειας αποστρατιωτικοποίησης της τουρκικής συμπεριφοράς). Μειονεκτήματα ότι η πληγή παραμένει ανοικτή -με ότι κόστος αυτό συνεπάγεται- και το ενδεχόμενο ότι ο χρόνος μπορεί να μη δουλεύει υπέρ μας.

• Αναζήτηση διπλωματικής διευθέτησης, αρχικώς σε διμερές επίπεδο και εν συνεχεία με προσφυγή σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Η λύση που θα προκύψει από μια τέτοια διαδικασία θα κινείται, όπως συμβαίνει πάντα σε περιπτώσεις διαπραγματεύσεων, σε λογική συμβιβασμού (π.χ. μεταβλητή γεωμετρία στα χωρικά ύδατα της Ελλάδας στο Αιγαίο). Το κεντρικό ερώτημα είναι αν κατοχυρώνονται τα ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδας και η απάντηση μπορεί να δοθεί μόνον εφόσον δημοσιοποιηθούν τα κεντρικά σημεία της συζητούμενης λύσης.

Μειονέκτημα: οι διαπραγματεύσεις λαμβάνουν χώρα σε περίοδο διευρυνόμενου ανισοζυγίου ισχύος λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της Ελλάδας. Προϋπόθεση: διατήρηση ισορροπίας στρατιωτικών δυνάμεων. Κόκκινη γραμμή: απόσυρση της θεωρίας των γκρίζων ζωνών. Άγνωστος Χ: αν πραγματικά υπάρχουν μεγάλα και αξιοποιήσιμα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο. Ερωτήματα: Μπορούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις να ομαλοποιηθούν πλήρως χωρίς την επίλυση του Κυπριακού; Τι κάνει η Ελλάδα με την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, ιδέα που ο καθηγητής Θ. Καριώτης με επιμονή προτείνει εδώ και χρόνια, και την οποία η Κύπρος φαίνεται να αξιοποιεί;
Από εδώ και στο εξής, δύο επιλογές φαίνεται να έχει εκ των πραγμάτων η ελληνική πολιτική ηγεσία, όπως την επιβάλλουν οι κανόνες της γεωπολιτικής επιστήμης: ή να παραμείνει στην πολιτική που κατέληξε στο «Ελσίνκι» -περιμένοντας εξελίξεις κυρίως από κινήσεις και «πρωτοβουλίες» τρίτων- ή να σχεδιάσει μια νέα πολιτική στα ελληνοτουρκικά. Από τη δική της πλευρά, η Άγκυρα δεν κρύβει σήμερα κανένα από τα στοιχεία της πολιτικής, που προτίθεται να ακολουθήσει στην υπόθεση του Αιγαίου, σε συνδυασμό με τα όσα περιμένει από την ενταξιακή πορεία της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Διαθέτει, λοιπόν, σήμερα η κυβέρνηση όλα τα στοιχεία που της είναι απαραίτητα για να προχωρήσει σε μία νέα πολιτική στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία και ιδιαίτερα στην υπόθεση του Αιγαίου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βερβερίδου, Μ. (2001), Η ελληνο-τουρκική οικονομική συνεργασία: προβλήματα και προοπτικές. Αθήνα: Αγορά χωρίς Σύνορα, Τόμος 7, Νο.1.
Επανμεινώνδας, M. (2005). Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και ελληνοτουρκική προσέγγιση. Αθήνα: Α. Ν. Σάκκουλα.
Μάζης, Ι. (2002), Γεωπολιτική, η Θεωρία και η Πράξη, Αθήνα: Παπαζήση.
Παπαδοπούλου, Ε. (2007), Το «Νέο Μεγάλο Παιχνίδι» της μεταφοράς ενέργειας και η Γεωπολιτική Σημασία της Περιοχής των Βαλκανίων στα Πλαίσια Αυτού, Γεωπολιτική, τ.11.
Κουλουμπής, Θ. (2008), Διεθνείς σχέσεις. Ισχύς και δικαιοσύνη. Αθήνα: Εκδόσεις: Παπαζήση.
Κουρλιούρος, Η.Α.(2001), Διαδρομές στις Θεωρίες του Χώρου- Οικονομικές Γεωγραφίες της Παραγωγής και της Ανάπτυξης, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Λιαργκόβας, Π. (2010). Σύγχρονα θέματα της ελληνικής & διεθνούς οικονομίας, Αθήνα: Σταμούλης.
Σταματέλος, Π. Α. (2013), Γεωπολιτική και Πολυτροπικές Μεταφορές-Η Περίπτωση των Βαλκανίων, Θεσσαλονίκη: Διπλωματική Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ.
Tσαρδανίδης, Χ. (2000), Οι ελληνο-τουρκικές οικονομικές σχέσεις, Ανασκόπηση Αμυντικής και Εξωτερικής Πολιτικής.
Brzezinsky, Z. (1998), Η Μεγάλη Σκακιέρα, Εκδ., Αθήνα: Α.Α. Λιβάνη.
International Encyclopedia of the Social & Behavioral Sciences (2004).
http://el.wikipedia.org
http://www.kathimerini.gr.

Ο Αρχιμ. Κύριλλος Αλεξανδρόπουλος είναι Νομικός / Διεθνολόγος MSc/ Θεολόγος MSc, αναλυτής διεθνούς πολιτικής και Ισλάμ, αν. καθηγητής στη σχολή μετεκπαίδευσης και επιμόρφωσης της ΕΛ.ΑΣ.