Οι νέοι κανόνες για τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που εργάζονται στη μετανάστευση, το άσυλο και την κοινωνική ένταξη, που εισήχθησαν από την Ελλάδα τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2020, παραβιάζουν το δικαίωμα στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και συρρικνώνουν περαιτέρω τον χώρο της κοινωνίας των πολιτών στην Ελλάδα, δήλωσε η Διεθνής Αμνηστία σε μια ανάλυση που δημοσιεύτηκε σήμερα.

Οι ρυθμίσεις περιλαμβάνουν την Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) της 14ης Απριλίου 2020, Νο 3063 για το Μητρώο των ελληνικών και ξένων ΜΚΟ που εργάζονται σε αυτά τα πεδία και το Μητρώο των μελών τους, και το Άρθρο 58 του νόμου αριθ. 4686/2020. Ως αποτέλεσμα αυτών των ρυθμίσεων, οι ΜΚΟ που δουλεύουν στο άσυλο, τη μετανάστευση και την κοινωνική ένταξη στην Ελλάδα πρέπει τώρα να υποβληθούν σε μια πολύ δύσκολη διαδικασία εγγραφής, εάν θέλουν να συνεχίσουν να διεξάγουν τις δραστηριότητές τους στη χώρα. Επιπλέον απαιτήσεις «πιστοποίησης» εισάγονται επίσης για ορισμένες ΜΚΟ, όπως εκείνες που εργάζονται σε εγκαταστάσεις που λειτουργούν υπό το κράτος, ή που αναζητούν πρόσβαση σε ευρωπαϊκές, εθνικές ή άλλες χρηματοδοτήσεις για συγκεκριμένες δραστηριότητες.

«Οι ελληνικές αρχές επιβάλλουν απαράδεκτα απαιτητικούς όρους σε οργανώσεις και άτομα που εργάζονται με τους ανθρώπους που βρίσκονται σε κίνηση στην Ελλάδα. Οι οργανώσεις που εργάζονται στη μετανάστευση, το άσυλο και την κοινωνική ένταξη υποβάλλονται, με προφανώς μεροληπτικό τρόπο, σε εκτεταμένες και παρεμβατικές απαιτήσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την ανεξαρτησία και τη λειτουργία τους, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων χρηματοδότησης», δήλωσε η Adriana Tidona, Ερευνήτρια Μετανάστευσης στη Διεθνή Αμνηστία.

«Κάποιες από τις νέες ρυθμίσεις κινδυνεύουν επίσης να παρεμποδίσουν αδικαιολόγητα την αυτονομία των οργανώσεων. Είναι σε σύγκρουση με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή των οργανώσεων και των μελών τους και φαίνεται ότι αποδίδουν υπερβολική διακριτική ευχέρεια στις αρχές που διεξάγουν την εγγραφή, προκαλώντας τελικά ανασταλτική επίπτωση στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών».

Οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν έρχονται από μόνες τους. Κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, η Διεθνής Αμνηστία παρατήρησε μια ολοένα και πιο ανταγωνιστική και καχύποπτη στάση των ελληνικών αρχών απέναντι στις οργανώσεις που εργάζονται με ανθρώπους που βρίσκονται σε κίνηση, η οποία φαίνεται τόσο μέσω των θεσμικών δράσεων όσο και με τον τρόπο και ύφος με τον οποίο διεξάγεται η δημόσια συζήτηση. Ο νέος Νόμος περί Διεθνούς Προστασίας, τον Νοέμβριο του 2019, περιόρισε ήδη τα δικαιώματα των αιτούντων/ουσών άσυλο και των μεταναστών/ριών, καθώς και τις δραστηριότητες των ΜΚΟ.

Οι νέες ρυθμίσεις υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο μιας ολοένα και πιο διχαστικής δημόσιας συζήτησης, χαρακτηρίζοντας και διακρίνοντας μεταξύ των λεγόμενων «καλών» και «κακών» ΜΚΟ και υποδαυλίζοντας την ένταση εναντίον εκείνων που θεωρείται ότι βοηθούν τους μετανάστες/ριες και τους πρόσφυγες σε βάρος των εθνικών συμφερόντων.

Αυτοί οι περιορισμοί κινδυνεύουν, με τη σειρά τους, να περιορίσουν τις διαθέσιμες υπηρεσίες σε αιτούντες/ούσες άσυλο, πρόσφυγες και μετανάστες/ριες στην Ελλάδα, που συχνά βασίζονται στις οργανώσεις για την παροχή βασικών υπηρεσιών, νομικής συνδρομής ή άλλων μορφών υποστήριξης.

«Δεδομένου ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει αποδειχθεί ανίκανη να αντιμετωπίσει τις απάνθρωπες συνθήκες για τους άνω των 30.000 ανθρώπων που επιβιώνουν σε πολυπληθείς και μη-ασφαλείς καταυλισμούς στα νησιά, με χιλιάδες πρόσφυγες που κινδυνεύουν από την αστεγία και τη φτώχεια μετά τα τελευταία κυβερνητικά μέτρα, η εισαγωγή κανονισμών που απειλούν να υπονομεύσουν τις δραστηριότητες των οργανώσεων δεν μπορεί παρά να θεωρείται επικίνδυνη και σκληρή απόφαση», κατέληξε η Adriana Tidona.

Τι προβλέπουν οι νέες ρυθμίσεις

Η κοινή υπουργική απόφαση της 14ης Απριλίου και το Άρθρο 58 του νόμου αριθ. 4686/2020, επιβάλουν την υποχρεωτική εγγραφή σε ένα «Μητρώο Ελληνικών και Ξένων ΜΚΟ» όλων των οργανώσεων που εργάζονται στο άσυλο, τη μετανάστευση και την κοινωνική ένταξη, ενώ σε περίπτωση που δεν εγγραφούν, δεν θα μπορούν να λειτουργήσουν ελεύθερα στην Ελλάδα.


Οι σχετικές διατάξεις εισάγουν και οι δύο διακρίσεις, καθώς επιβάλλουν πρόσθετες απαιτήσεις, χωρίς προφανή αιτιολόγηση και αναφέρονται μόνο σε οργανώσεις που εργάζονται στους εν λόγω τομείς. Επιπλέον, δεν είναι σε συμφωνία με τις διεθνείς αρχές σχετικά με την εγγραφή των ΜΚΟ. Οι απαιτήσεις εγγραφής φαίνεται να είναι ιδιαίτερα επαχθείς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αποκλείουν ρητά τις νεότερες οργανώσεις. Οι αρχές που επιβλέπουν τη διαδικασία εγγραφής έχουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, διακριτική ευχέρεια να αρνηθούν την εγγραφή, που ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά ή αυθαίρετα.

Επιπρόσθετα της εγγραφής, οι οργανώσεις που εργάζονται σε ορισμένους τομείς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εργάζονται σε κρατικές εγκαταστάσεις (όπως οι ανοιχτοί καταυλισμοί), ή που επιδιώκουν να λάβουν συγκεκριμένο τύπο χρηματοδότησης, τώρα απαιτείται επίσης να καλύψουν πρόσθετες απαιτήσεις «πιστοποίησης» και να εγγράψουν όλα τα μεμονωμένα μέλη τους σε ξεχωριστό Μητρώο. Αυτές οι διαδικασίες ενδέχεται να έχουν σοβαρές συνέπειες στο δικαίωμα των οργανώσεων να αναζητούν χρηματοδότηση, και διατρέχουν κίνδυνο να επέμβουν στο απόρρητο των οργανώσεων και των μελών τους.

Η ΚΥΑ και η νομοθεσία του Μαΐου 2020 έχουν δεχθεί κριτική από πολλές ελληνικές και διεθνείς οργανώσεις. Στις 2 Ιουλίου, το Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων για το Δίκαιο των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης εξέδωσε «Γνώμη σχετικά με τη συμβατότητα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα των πρόσφατων και σχεδιαζόμενων τροποποιήσεων της ελληνικής νομοθεσίας για την εγγραφή των ΜΚΟ», συνιστώντας ότι «Η Υπουργική Απόφαση και οι συναφείς νομοθετικές διατάξεις πρέπει να αναθεωρηθούν ουσιαστικά ώστε να ευθυγραμμιστούν με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.»