Ακόμη και σήμερα αν μιλήσεις με στελέχη της ΕΛ.ΑΣ και αναφέρεις την μαγική φράση «ληστές με τα μαύρα», οι πιθανότητες λένε ότι θα σου πουν με απόλυτη βεβαιότητα ότι πρόκειται για μια συμμορία με μέλη τους Σίμο Σ., Μάριο Σ., Γρηγόρη Τ., και Γιάννη Δ. Ωστόσο θα σπεύσουν να προσθέσουν ότι η πλήρης δράση τους και η συμμετοχή τους σε σωρεία ληστειών τραπεζών δεν αποδείχθηκε ενώπιον κανενός δικαστηρίου.

Η δράση τους συνεχίστηκε για σχεδόν 20 χρόνια ενώ ορισμένα από τα μέλη της είχαν «πάρε-δώσε» με την αστυνομία ακόμη και από πιο παλιά. Για κοντά δύο δεκαετίες υπήρξε ένα ανθρωποκυνηγητό για την σύλληψή τους, αφού οι ενέργειές τους πλήγωναν το γόητρο των Αρχών. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που το 2009 ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης που εντελώς συμπτωματικά ήταν και τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης, προχώρησε στην επικήρυξή τους έναντι του ποσού των 600.000 ευρώ.

Η διωκτικές αρχές είχαν πάντοτε την πεποίθηση ότι τα μέλη της συμμορίας ήταν άτομα γνωστά στον αντιεξουσιαστικό χώρο και εκεί είχαν επικεντρώσει τις προσπάθειές τους προκειμένου να μπει τέλος στην δράση τους. Από την πλευρά του, το αναρχικό κίνημα έκανε λόγο για προβοκάτσια κι έδινε την δική του απάντηση στο «αφήγημα» της αστυνομίας.

Ειδικά ο Γιάννης Δ. πάντως, όντως είχε πέσει στα χέρια της… Μετά από ένοπλη ληστεία σε υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην οδό Σόλωνος στο κέντρο της Αθήνας ακολουθεί συμπλοκή και από τα πυρά τραυματίζεται και συλλαμβάνεται. Στο δικαστήριο που ακολουθεί υποστηρίζει πως συμμετείχε στο συγκεκριμένο περιστατικό και μόνο επειδή η ένοπλη ληστεία τράπεζας είναι «…η αντιπροσωπευτική λύση για τα ιδεολογικά και υπαρξιακά μου προβλήματα. Ήταν η απάντηση στο ερώτημα πώς πορεύεται ένας αναρχικός»… Αν και καταδικάζεται σε 25ετή κάθειρξη, αποφυλακίζεται τελικά το 2012. Μόλις δύο χρόνια μετά θα συλληφθεί και πάλι για επίθεση στα γραφεία της Χρυσής Αυγής, αλλά αυτή την φορά θα παραμείνει ελεύθερος.

Άτομα με ανάλογα προφίλ πίστευε η ΕΛ.ΑΣ ότι ήταν οι υπόλοιποι επικηρυγμένοι «ληστές με τα μαύρα», αρχηγό των οποίων θεωρούσε τον Σίμο Σ. Ένα άτομο «γνωστό» στην ασφάλεια ήδη από το μακρινό 1994 όταν και είχε απασχολήσει τις Αρχές για σειρά εμπρησμών στον Κολωνό και την Ηλιούπολη, ενώ την επόμενη χρονιά συλλαμβάνεται για γεγονότα σε κατάληψη του Πολυτεχνείου. Στο «μικροσκόπιο» αλλά και στο στόχαστρο, όμως, βρισκόταν και ο αδελφός του, Μάριος, ο οποίος επίσης επί σειρά ετών κινούταν στον χώρο των αναρχικών. Μάλιστα για τον τελευταίο η αστυνομία είχε την βεβαιότητα ότι όχι μόνο συμμετείχε στην ληστεία στον Κολωνό μαζί με τον Γιάννη Δ., αλλά και ότι τραυματίστηκε στο πόδι από σφαίρα στην συμπλοκή που ακολούθησε, χωρίς ποτέ να κατορθώσει να απαντήσει στο ερώτημα του πώς και από ποιον νοσηλεύτηκε για ένα τόσο σοβαρό περιστατικό κάτω από την μύτη όλων. Αργότερα, το 2016, θα έχει νέα μπλεξίματα με το νόμο καθώς θα συλληφθεί ξανά –και πάλι για ένοπλη ληστεία- αυτή τη φορά στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ στην Θεσσαλονίκη.

Το τελευταίο φερόμενο ως μέλος της συμμορίας των «ληστών με τα μαύρα» ήταν ο Γρηγόρης Τ. ο οποίος δεν διέφερε ως προφίλ από τους υπόλοιπους. Για τις Αρχές ήταν ο «ταξιδιώτης» όπως τον αποκαλούσαν χαρακτηριστικά και είχε συλληφθεί το 2018 στον Αγχίαλο της Μαγνησίας όπου είχε πέσει νεκρός από αστυνομικά πυρά ο «ληστής του Διστόμου», Γιώργος Πετρακάκος. Επί σειρά ετών ήταν φυγόδικος μέχρι την ώρα που τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, για να δικαστεί τελικά για την ληστεία στο υποκατάστημα της Εθνικής τράπεζας στον Κολωνό, υπόθεση για την οποία τελικά αθωώθηκε.

Τότε μάλιστα, παραμονές εκείνης της δίκης είχε συντάξει ανοιχτή επιστολή με την οποία επιχείρησε να δώσει την δική του εκδοχή των γεγονότων, αλλά και εκείνη των συντρόφων του. Σε αυτήν έκανε λόγο για πολυετή στοχοποίηση, λόγω της ενεργού δράσης του στον αντιεξουσιαστικό χώρο, η οποία λειτούργησε και ως το άλλοθι ώστε να παρουσιαστεί ως δράστης ληστειών εξαιτίας των πολιτικών πεποιθήσεών του. Παράλληλα αρνήθηκε κατηγορηματικά την ενοχή του, χαρακτηρίζοντας «σκευωρία» τα στοιχεία της αστυνομίας και έδωσε το στίγμα του με τα παρακάτω ακριβή λόγια.

«Παίρνοντας θέση ως προς την απαλλοτρίωση του καπιταλιστικού εκτρώματος που ονομάζεται τράπεζα, έναν ταγμένο εχθρό της κοινωνίας, τόσο στη συνείδησή μου όσο και στη συνείδηση της κοινωνίας, που στο άκουσμα της απαλλοτρίωσης της μόνο αποτροπιασμό δεν αισθάνεται, έχω να πω ότι διεκδικεί επάξια τη θέση της ως μια επαναστατική πράξη. Όταν αυτή γίνεται στην προσπάθεια ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων να επανοικειοποιηθεί λίγα από τα κλεμμένα πλούτη, που κρύβονται στα χρηματοκιβώτια της, τροφοδοτώντας τόσο τον ίδιο τον αγώνα για κοινωνική απελευθέρωση, όσο και το δικαίωμα σε μια πιο αξιοπρεπή διαβίωση, απ’ αυτή που παρέχει η ισόβια σύμβαση με τη μισθωτή σκλαβιά και τους μισθούς πείνας.

Αυτονόητο είναι ότι μια τέτοια, εκ των πραγμάτων βίαιη και ένοπλη δράση, οφείλει να εναρμονίζεται με ηθικές και ιδεολογικές αξίες, όπως ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής με προτεραιότητα την ελαχιστοποίηση της ασκούμενης ψυχολογικής και σωματικής βίας. Οπότε, για να μην παρεξηγηθώ, ούτε διαφωνώ, ούτε αποκηρύσσω την απαλλοτρίωση μιας τράπεζας. Το να συμφωνώ όμως ηθικά και ιδεολογικά δεν με κάνει αυτομάτως ηθικό αυτουργό ούτε δίνει το δικαίωμα στους διωκτικούς μηχανισμούς να με στοχοποιούν ως δράστη του συνόλου των ληστειών, που διαπράχθηκαν στην ελληνική επικράτεια από το 2002-2015»…

Πηγή menshouse.gr