Μεγάλη συζήτηση έχει ξεκινήσει στους νομικούς κύκλους μετά το ειδεχθές έγκλημα της 20χρονης μητέρας στα Γλυκά Νερά για το αν πρέπει να αυστηροποιηθούν οι ποινές για τέτοιου είδους βάναυσα εγκλήματα.


Ζητήσαμε την άποψη του Καστοριανού δικηγόρου κ. Γεωργίου Κίτσου, με πρακτική ενασχόληση σε υποθέσεις ποινικού δικαίου. Ο ίδιος μάς μιλάει για την ποινική αντιμετώπιση τέτοιας μορφής εγκλημάτων από τις διατάξεις του ποινικού κώδικα και για την αναγκαιότητα ή όχι αναμόρφωσης και αυστηροποίησης των διατάξεων του ποινικού κώδικα, που αφορούν τέτοιου είδους εγκλήματα. Επίσης, μάς απαντάει για το υπάρχον σωφρονιστικό σύστημα και αν επιτυγχάνεται πραγματικά ο σωφρονισμός των κρατουμένων.

Αρθρογράφος: Ελένη Κωστοπούλου


Τι προβλέπει ο ποινικός κώδικας για ένα ειδεχθές έγκλημα, όπως αυτό της 20χρονης μητέρας;

Οι δράστες των αποτρόπαιων εγκλημάτων της ανθρωποκτονίας και της ληστείας, τελεσθείσας με ιδιαίτερη σκληρότητα στα Γλυκά Νερά αντιμετωπίζουν για τα ειδεχθή εγκλήματά τους την ποινή των δις ισοβίων. Αν καταδικαστούν στις ανώτατες προβλεπόμενες ποινές, ισόβια κάθειρξη για έκαστη πράξη τους, θα παραμείνουν εικοσιπέντε πλήρη – πραγματικώς εκτιτέα – έτη, εντός των φυλακών.
Υπάρχουν “παράθυρα” στο Νόμο που να μην επιτρέπουν την εκτέλεση ποινών; 

Μπορείτε να μας πείτε και για τον υπερσυνωστισμό κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές;

Στο παρελθόν υπήρξαν νομοθετικές διατάξεις που θεσπίστηκαν με την μορφή προσωρινής ισχύος νόμου, για την αντιμετώπιση του προβλήματος του υπερσυνωστισμού κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές. Τα έκτακτα αυτά μέτρα στόχευαν στην αντιμετώπιση του οξέος προβλήματος του υπερσυνωστισμού των κρατουμένων στους χώρους, που προορίζονται για την έκτιση των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών. Αυτό (ο υπερπληθυσμός των καταστημάτων κράτησης) είναι ένα δομικό πρόβλημα του συστήματος μας, για το οποίο έχουμε, άλλωστε, καταδικαστεί επανειλημμένα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) [βλ. ενδ. την πρόσφατη απόφαση Lautaru και Seed κατά Ελλάδας, αριθμ. Προσφ. 29760/15), της 23 Ιουλίου 2020, σύμφωνα με την οποία χώρος στο κελί μικρότερος των 3 τ.μ. συνιστά εξευτελιστική μεταχείριση κρατουμένου – Φυλακές Μαλανδρίνου], [την απόφαση Πατρίκης και άλλοι κατά Ελλάδας, (αριθμ. Προσφ. 50622/13), της 28 Ιανουαρίου 2016, σύμφωνα με την οποία οι συνθήκες κράτησης στις Φυλακές Διαβατών των προσφευγόντων συνιστούν εξευτελιστική μεταχείριση, διότι δέκα (10) άτομα κρατούνταν σε χώρο 24 τετραγωνικών μέτρων. Κο Ivan Mikhaylovich Lu-tanyuk κατά Ελλάδας, (αριθμ. Προσφ. 36673/13), της 29 Οκτωβρίου 2015, για κακές συνθήκες κράτησης στις Φυλακές Κέρκυρας]. Συνεπώς, το πρόβλημα είναι δεδομένο και υπαρκτό και χρήζει αντιμετώπισης. Πάντως, κατά την άποψη μου, η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού με έκτακτη νομοθέτηση, η οποία αποφυλακίζει με οριζόντιο τρόπο κρατουμένους, που έχουν εκτίσει κλάσμα της ποινής τους, είναι παυσίπονο σε βαριά άρρωστο ασθενή, που συγκαλύπτει πρόσκαιρα το πρόβλημα, παρά το επιλύει με οριστικό και ορθό τρόπο.

Ποιες είναι οι επιστημονικές σας επισημάνσεις – προτάσεις για την πρόληψη της εγκληματικότητας;

Από ότι γίνεται διακριτό, το φαινόμενο της εγκληματικότητας δεν θα περιοριστεί, με μόνη έμφαση στην ποινική πρόληψη, δηλαδή, εκείνη την οποία επιχειρούμε να εφαρμόσουμε, χρησιμοποιώντας ως μέσο τον ποινικό νόμο, αφενός, δηλαδή, μέσω των ποινών που θα λειτουργούν αποτρεπτικά για τον επίδοξο δράστη, αφετέρου με τον ορθό δρόμο συμπεριφοράς που επιδεικνύει ο ποινικός νόμος στον κοινωνό του δικαίου. Η ποινική πρόληψη μόνη δεν αρκεί. Θα πρέπει η αντεγκληματική πολιτική να γίνει πιο ολοκληρωμένη, με μέτρα που στοχεύουν στην καταπολέμηση των εγκληματογόνων παραγόντων, που οδηγούν στο πέρασμα στο έγκλημα. Έχουν κριθεί ως αποτελεσματικές κατά του εγκλήματος στρατηγικές, που στοχεύουν στους νέους, όπως η προσφορά σ’ αυτούς θετικών κοινωνικών προτύπων, η εξασφάλιση σε αυτούς μίας θέσης στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, η δημιουργία ευκαιριών εμπλοκής των νέων σε ρόλους κοινωνικά αποδεκτούς και σε δραστηριότητες χρήσιμες που τους ανατροφοδοτούν με θετικές σκέψεις και αισιοδοξία για τη ζωή και το μέλλον τους. Ως γνωστόν, «Αργία μήτηρ πάσης κακίας» και το ρητό αυτό βρίσκει απόλυτη εφαρμογή σ’ αυτήν την περίπτωση. Συνεπώς, η κατάλληλη εκπαίδευση των νέων ανθρώπων σε γόνιμες συμπεριφορές σεβασμού, ευαισθησίας, κοινωνικής αλληλεγγύης και προσφοράς, θα αποτελέσουν την άμυνα κατά της διολίσθησης σε αντικοινωνικές συμπεριφορές. Κάθε πολίτης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει το κοινωνικό του περιβάλλον, ώστε να θεωρεί ότι αποτελεί ενεργό τμήμα της κοινωνίας και όχι απόκληρος αυτής, για να νοιάζεται γι’ αυτή. Για την αποφυγή υποτροπής στο έγκλημα, προληπτικά θα επενεργήσει ένα αποτελεσματικό σωφρονιστικό σύστημα, που θα επιτυγχάνει το αποκομμένο από την κοινωνία πρόσωπο και τον στιγματισμένο καταδικασθέντα να τον προετοιμάζει με παροχή εκπαίδευσης πάνω σε διάφορους τομείς, ώστε να μην αποκοπεί πλήρως από τις εξελίξεις, να χρησιμοποιήσει δημιουργικά τον χρόνο που διαθέτει εντός της φυλακής και να αποκτήσει νέες δεξιότητες, χρήσιμες στην κοινωνική του επανένταξη και στη δυσχερή διαδικασία εύρεσης εργασίας μετά τη φυλακή. Στόχος πρέπει να είναι να πετύχει την αυτοβελτίωσή του ο κρατούμενος, το σωφρονισμό του, εμπνεόμενος από την προσδοκία επανόδου του στην κοινωνία.

Οι Ελληνικές φυλακές επιτυγχάνουν τον σκοπό τους, που είναι ο σωφρονισμός;

Η επιβολή ποινών σε περίπτωση προσβολής εννόμων αγαθών συνιστά την αντίδραση της οργανωμένης κοινωνίας στο έγκλημα. Σκοπός της ποινής είναι να σωφρονίσει το δράστη, για να επανενταχθεί αυτός μελλοντικά στο κοινωνικό σύνολο και να παραδειγματίσει τους τρίτους, ώστε να απέχουν από εγκληματικές πράξεις. Ο υπερπληθυσμός των ελληνικών φυλακών, οι ακατάλληλες συνθήκες διαβίωσης των εγκλείστων σε συνδυασμό με την αναποτελεσματικότητα των προγραμμάτων επανένταξης εντός των φυλακών έχουν ως αποτέλεσμα την αποτυχία σωφρονισμού των κρατουμένων στην Ελλάδα. Αν τα προγράμματα που στοχεύουν στην αναμόρφωση του δράστη υπολειτουργούν ή αν δεν λαμβάνεται καμία πρόνοια μετά την αποφυλάκιση, όταν δηλαδή ο αποφυλακισθείς είναι ευάλωτος, γιατί έχει αποκοπεί από τον οικογενειακό, τον επαγγελματικό περίγυρο του, ενώ φέρει το στίγμα του εγκληματία, τότε είναι αδύνατη η ομαλή επανένταξη του στην κοινωνία. Η Ελλάδα έχει υψηλό ποσοστό υπότροπων δραστών, ώστε, εκ του αποτελέσματος, εξάγεται το συμπέρασμα ότι το σωφρονιστικό μας σύστημα δεν επιτυγχάνει τη σωφρονιστική του λειτουργία στον επιθυμητό βαθμό.

Μπορείτε να μάς πείτε την προσωπική σας γνώμη για την ποινική και ανθρώπινη μεταχείριση τέτοιου είδους εγκληματιών;

Η Πολιτεία διαθέτει το οπλοστάσιο ποινών για να τιμωρήσει τους δράστες τέτοιων ειδεχθών, αποτρόπαιων εγκλημάτων. Δεν υπάρχει έλλειμμα στο πλαίσιο των διαθεσίμων ποινών, παρά τις περί αντιθέτου φωνασκίες στο δημόσιο διάλογο. Η συζήτηση που ανακινείται στη δημόσια σφαίρα κάθε φορά που συντελείται ένα αποκρουστικό έγκλημα, που συγκλονίζει την κοινή γνώμη για αυστηριοποίηση των ποινών έχει, κατά τη γνώμη μου, λάθος προσανατολισμό. Ασφαλώς, όλοι επιθυμούμε τη σύλληψη, τη σκληρή τιμωρία των δραστών, την απόδοση δικαιοσύνης και τη δικαίωση για τους οικείους του θύματος. Το έγκλημα αυτό είναι φρικαλέο, κτηνώδες και πρέπει να τύχει του δέοντος ποινικού κολασμού. Ως γενική παρατήρηση αναφέρω μόνο ότι, η εν βρασμώ νομοθέτηση και η λήψη νομοθετικών πρωτοβουλιών υπό καθεστώς πίεσης της κοινής γνώμης έχει σαν αποτέλεσμα την κακή και βεβιασμένη νομοθέτηση που επιφέρει περισσότερα προβλήματα, από αυτά που σκοπεί να επιλύσει. Η έμφαση πρέπει να δοθεί σε πολιτικές πρόληψης του εγκλήματος και όχι ποινών, που για αυτού του είδους τα εγκλήματα είναι αυστηρές και διασφαλίζουν την πολυετή κράτηση των δραστών εντός των φυλακών.

Εσείς, θα υπερασπιζόσασταν κάποιον που έχει διαπράξει ένα ειδεχθές έγκλημα, όπως αυτό στα Γλυκά Νερά, το οποίο έχει προκαλέσει την οργή της κοινωνίας;

Το δικαίωμα υπεράσπισης ενώπιον των δικαστικών και διοικητικών αρχών (αρθρ. 20 Σ. αλλά και το αρθρ. 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το αρθρ. 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών) περιλαμβάνει και το δικαίωμα έκαστος να ορίζει Δικηγόρο της δικής του επιλογής. Συμφωνώ με την άποψη ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα υπεράσπισης και δίκαιης δίκης από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Αυτές οι συνθήκες διεξαγωγής δίκης είναι κατάκτηση του νομικού μας πολιτισμού που δεν πρέπει να ανατραπούν και θεωρούνται τόσο θεμελιώδεις, ώστε κατοχυρώνονται σε διεθνή κείμενα (ΕΣΔΑ, Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα κ.λπ.). Από την άλλη πλευρά, ο Κώδικας Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) ορίζει ότι ο Δικηγόρος (ως δημόσιος λειτουργός, που ασκεί ελεύθερο επάγγελμα) έχει υποχρέωση να αναλαμβάνει κάθε υπόθεση, εκτός εάν αυτή είναι προδήλως αβάσιμη, δεν είναι δεκτική υπεράσπισης, έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα άλλων εντολέων του ή αντιβαίνει στις αρχές του (άρθρ. 37 Ν. 4194/2013). Στα πλαίσια των αρχών μου, λοιπόν, δεν θα αναλάμβανα ποτέ μια υπόθεση επί της οποίας θα διέκρινα, ότι δεν χωρεί υπερασπίσεως, διότι θα διαπίστωνα ότι επρόκειτο για πράξη που υπό οποιαδήποτε θεώρηση και αν ιδωθεί, είναι ακραία αντικοινωνική, βάναυση και ασυγχώρητη.


Σας ευχαριστώ πολύ για την ενδιαφέρουσα συνέντευξη που μάς παραχωρήσετε και για το χρόνο που μάς διαθέσατε.

Από την εφημερίδα ΝΕΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑ

bordernews.gr