Άβατο: Οι Μαύροι Έλληνες Της Θράκης Και Η Καταγωγή Τους


Άβατο: Λίγα χιλιόμετρα έξω από την Ξάνθη. Στο Άβατο συναντάς τους μαύρους Ελληνες της Θράκης. Η πιθανότερη θεωρία για την καταγωγή τους αναφέρει πως προέρχονται από την Αφρική. Πιθανόν από το Σουδάν.

«Τα παιδιά μας τώρα άλλαξαν, έγιναν παρδαλά. Ο γιος μου πήρε νύφη άσπρη. Χάνεται το μαύρο σιγά σιγά». «Τι ψάχνεις κουρτσούδι μ’;» λέει ο βοσκός του χωριού. Εχει αφρικανικά χαρακτηριστικά και θρακιώτικη προφορά. Συνδυασμός που ξενίζει όποιον τυχαία περάσει από το Αβατο, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Ξάνθη.


Εκεί, μακριά από τα μάτια του κόσμου, συναντά κανείς τους μαύρους Ελληνες της Θράκης. Οι πρόγονοί τους ήρθαν στην Ελλάδα την εποχή της Τουρκοκρατίας, ως σκλάβοι των μπέηδων, και παρέμειναν στη χώρα μας. Σκλάβοι της άγνοιας είναι σήμερα οι απόγονοι εκείνων των Αφρικανών. Ελληνες, με εξωτική όψη και μουσουλμανικά ονόματα, οι οποίοι δεν ξέρουν πότε ήρθαν και από πού. Κάποιοι θεωρούν ότι οι πρόγονοί τους ήρθαν ως μισθοφόροι των Αγγλων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ρίζες ενός ολόκληρου χωριού είναι αμελητέα ποσότητα στα κιτάπια της παγκόσμιας ιστορίας.

Μοναδικό στοιχείο που ρίχνει φως στο μυστήριο της παρουσίας τους στο Αβατο είναι το χρώμα του δέρματός τους: «Μαύροι, σαν το κασκόλ σου. Ετσι ήμασταν εδώ παλιά. Σήμερα έχουμε μείνει λίγοι» μου είπαν όταν τους επισκέφθηκα στον πεδινό αγροτικό οικισμό τους.

«Δεν υπάρχει άλλος σαν εμένα, τόσο μαύρος βοσκός στην Ελλάδα» λέει ο Μεμέτογλου Μπαχρί

Νωρίς το μεσημέρι, μιας παγερής ημέρας του Φεβρουαρίου, βρίσκομαι στην καλύβα -όχι του μπαρμπα-Θωμά, αλλά- του μπαρμπα-Μεμέτογλου. Στέκεται όρθιος στην αυλή, στρέφει τον καθρέφτη του στις λιγοστές ακτίνες του ήλιου και διορθώνει το σχήμα στο λεπτό γκρίζο μουστάκι του. Πέντε-έξι άγριες χήνες περιφρουρούν την περιουσία του και επιτίθενται σαν κυνηγόσκυλα σε όποιον ξένο τολμά να εισέλθει απρόσκλητος στο σπίτι. Η παρουσία μου τις εξαγριώνει, κρώζουν σαν υστερικές και οι φωνές τους ξεσηκώνουν τα υπόλοιπα ζώα της αυλής. «Τι θέλεις κορίτσι μου;» ακούγεται από το βάθος η φωνή του ιδιοκτήτη.

«Καλωσήρθατε, μα πείτε μου και το λόγο. Γιατί ήρθατε σε εμένα; Είμαι παππούς» λέει με τη χαρακτηριστική θρακιώτικη προφορά. «Αυτός είναι ο πιο μαύρος από όλους» μου είχαν πει στο καφενείο οι συντοπίτες του. Τον λένε Μεμέτογλου Χακίχ, είναι 85 ετών, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αβατο. «Εμείς εδώ γεννηθήκαμε, εδώ μεγαλώσαμε. Ελληνες είμαστε κορίτσι μου. Αυτή είναι η πατρίδα μας. Πολλές φορές μας ρωτάνε ποιοι είστε εσείς. Οι παππούδες μας είχαν έρθει εδώ δούλοι των μπέηδων -κι από τότε μείναμε εδώ. Η καταγωγή μας είναι από την Αραβία» λέει υπερήφανος. Η επικρατέστερη θεωρία για την καταγωγή τους, όμως, είναι ότι προέρχονται από την Αφρική, πιθανόν από το Σουδάν.

«Οπου και να πάτε, δεν θα βρείτε μαύρο. Σε όλη τη Θράκη να πάτε, δεν θα βρείτε αλλού, παρά μόνο στο Αβατο. Παλιά υπήρχαν και στα γύρω χωριά. Τώρα μείναμε τέσσερις οικογένειες. Το χωριό ήταν “μπέικο”, γι’ αυτό εδώ είναι οι μαύροι. Ακουγα από τους παλιούς, από τον πατέρα μου που ζούσε αλλά συγχωρέθηκε, ότι το χωριό μας ήταν βάλτος. Γι’ αυτό και λεγόταν Αβατο. Ο μπαμπάς μου ήταν μαύρος. Κατάμαυρος!» λέει ο ιδιοκτήτης του καφενείου, Ραΐμ Ρασίμ, 55 ετών. Η όψη του προδίδει πως αναμείχθηκαν οι φυλές. Είναι μιγάς, με γαλάζια μάτια.

«Ο παππούς μου έλεγε ότι τους προγόνους μας τούς φέρανε στο λιμάνι στα Αβδηρα κι από εκεί ήρθαν εδώ», λέει ο Ογκιούν Σαμπρ
«Η μητέρα μου ήταν από τον Καύκασο, ο παππούς μου από το Σουδάν. Αυτό είναι το μόνο που ξέρω» λέει. «Είχα ρωτήσει τον πατέρα μου -αυτός έλεγε ότι στον Α’ Παγκόσμιο έφεραν μισθωτούς να πολεμήσουν. Κάποιοι έμειναν. Επρεπε να του έχω βάλει μαγνητοφωνάκι, να έχω κρατήσει την ιστορία. Γιατί τώρα όλα αυτά θα ξεχαστούν». Απέναντι από το καφενείο το τζαμί -λόγω κρίσης δεν υπάρχει μιναρές- δίνει το θρησκευτικό στίγμα του χωριού. «Είμαστε Ελληνες μουσουλμάνοι, αφρικανικής καταγωγής» λέει ο Ρασίμ.
«Ποτέ δεν συμφωνούμε για την καταγωγή μας. Πολλά ακούς και διαφορετικά» συνεχίζει ο ίδιος. «Η γιαγιά μου ήταν από το Σουδάν. Μιλούσε αραβικά. Τη θυμάμαι που καθότανε στο τζάκι και κοιτούσε γύρω, ψάχνοντας αναπτήρα. Και μου έλεγε, δώσ’ μου ναρ. Μου ζητούσε φωτιά, στα αραβικά».



Μέχρι τη δεκαετία του 1990, «κανείς δεν είχε παντρευτεί Ελληνίδα. Παλιά, τους πάντρευε ο μπέης, μεταξύ τους. Ενας ξένος, όταν είναι σε ένα μέρος, με ποιον θα παντρευτεί; Με τον ξένο. Σιγά σιγά αυτό άλλαξε» λέει ο Ρασίμ. Οι πρώτοι μικτοί γάμοι, βέβαια, έγιναν το 1945, με γυναίκες από το Κίρτζαλι της Βουλγαρίας. Αποτέλεσμα; «Οι παππούδες μου μαύροι, οι προπαππούδες ακόμα πιο μαύροι, τα παιδιά μου σπασμένα μαύρα, τα εγγόνια μου παρδαλά!» λέει ο βοσκός του χωριού, Μεμέτογλου Μπαχρί.

«Δεν υπάρχει άλλος σαν εμένα, τόσο μαύρος βοσκός στην Ελλάδα» λέει. Δίπλα του, η ηλικιωμένη σύζυγός του, Μεμέτ Χαϊμέ. Αν δεν την ακούσεις να μιλάει ελληνικά, αναρωτιέσαι τι δουλειά έχει μια τροφαντή Αφρικανή στα ελληνικά χωράφια. Με μια γκλίτσα προσπαθεί να βάλει σε τάξη τα αρνάκια που ξεφεύγουν από το ποίμνιο. «Δύσκολα τα πράγματα εδώ. Ανεργία παιδί μου. Κι αυτά τα ζα, ανάθεμά τα, 60 όλα κι όλα και 30 αρνάκια, πρώτα τρώνε και μετά πληρώνουν. Εμείς πουλάμε γάλατα και αρνιά. Γεράσαμε, αλλά ακόμα δουλεύουμε από το πρωί ώς το βράδυ» λέει ο ηλικιωμένος βοσκός.

«Είναι κι άλλοι έτσι σκούροι στο χωριό;» τον ρωτάω. «Ψάχνεις τους μαύρους; Γιατί δεν μιλάς; Κανείς αυτό δεν το γνωρίζει. Εχει μαύρους πολλούς εδώ. Τα παιδιά μας τώρα άλλαξαν, έγιναν παρδαλά. Ο γιος μου πήρε νύφη άσπρη. Χάνεται το μαύρο σιγά σιγά». Η μοναδική ιστορική «προίκα» που θα δώσει στα εγγόνια του είναι ότι «μας έφεραν από την Αφρική, υπηρέτες στους μπέηδες. Τίποτα άλλο δεν ξέρουμε».


Οι ευέξαπτες χήνες που επιτέθηκαν στη συντάκτριά μας


«Αν πάμε τριακόσια χρόνια πριν, τότε θα βρούμε πώς ήρθαν οι γονείς μου. Κι αν πάμε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα βρούμε πώς αποφάσισαν να εγκατασταθούν εδώ. Ο παππούς μου έλεγε στον πατέρα μου ότι τους προγόνους μας τους φέρανε στο λιμάνι στα Αβδηρα κι από εκεί ήρθαν εδώ», λέει ο Ογκιούν Σαμπρί. «Οταν σε ρωτάνε από πού είσαι, τι απαντάς;» τον ρωτάω. «Φυσικά Ελληνας, τώρα μη με προσβάλλεις» λέει δυσαρεστημένος από το ερώτημα. «Συγγνώμη, αλλά είμαι λίγο περίεργος μ’ αυτά. Εχω πρόβλημα. Τραύματα που έχω περάσει… Ελληνας είμαι. Εδώ γεννήθηκα, εδώ υπηρέτησα».

«Οταν είμαι σε κάποια ξένη πόλη, οι Αφρικανοί μου λένε στο δρόμο “hey man whats up”. Εγώ τους κοιτάζω. Ξέρεις, εγώ με ελληνικό ντύσιμο, τζινάκι, μποτούλες, αυτοί με κάτι φαρδιά παντελόνια, περίεργα καπέλα. Τους κοίταζα όταν ήμουν μικρός και έλεγα “Τι φοράνε; Τι γίνεται εδώ;”. Τώρα ξέρω, αυτοί πήραν δρόμο, εμείς μείναμε στο Αβατο».

Είναι απόφοιτος Δημοτικού και από 12 ετών εργάζεται ως αλουμινάς στο χωριό. «Οι οικονομικές συνθήκες δεν μου επέτρεψαν να συνεχίσω το σχολείο και άρχισα να φτιάχνω πόρτες και παράθυρα. Κάνω τόσα χρόνια την ίδια δουλειά, την ξέρω καλά» λέει.

«Σαν παιδί που ήμουν, άκουγα πολλά» συνεχίζει. «Κάτι θα σου πουν, κάτι θα ακούσεις στο σχολείο για το χρώμα σου». Πριν από 30 χρόνια, όταν ο 41χρονος ήταν μαθητής Δημοτικού, στο σχολείο του Αβάτου τα μισά παιδιά ήταν μαύρα. «Σήμερα ένα ή δύο έχουμε μαύρα, κατάμαυρα» λέει. Σύμφωνα με τον ίδιο, «ρατσισμός δεν υπάρχει εδώ στο χωριό. Και στην Ξάνθη ξέρουν όταν μας βλέπουν» λέει ο ίδιος και περιγράφει εμπειρίες από τα ταξίδια του στην Ευρώπη. «Οταν λέω ότι είμαι Ελληνας, όλοι μένουν με το στόμα ανοιχτό. Να πας να μάθεις την ιστορία της χώρας σου, μου λένε. Να πας από κει που είσαι».

«Είμαστε περίπου 50 παιδιά στο χωριό. Το σχολείο είναι στο Εράσμιο», λέει η Μερβέ Σαμπρί, μια όμορφη μιγάδα, μαθήτρια Γυμνασίου

Αναρωτιέμαι αν τον σταματάει για έλεγχο η ελληνική Αστυνομία. Βάζει τα γέλια. «Τι να σου πω τώρα… Ξέρεις εσύ, φαντάζεσαι. Με σταματάνε και αρχίζουν “τι κάνεις εδώ” και τέτοια. Στην Κομοτηνή με έχουν σταματήσει δύο φορές. Τη μία, μάλιστα, με πήγαν μέσα στο τμήμα, γιατί με πέρασαν για μετανάστη. Με πάνε στο διοικητή, του δείχνουν την ταυτότητά μου και εκείνος κοιτούσε μία αυτούς, μία εμένα. “Τι μου τον φέρατε αυτόν;” λέει. “Τι σας έλεγα τόση ώρα. Τι με πάτε τζάμπα μέσα; Αφήστε με στην ησυχία μου”».

«Κανείς δεν ξέρει να σου πει τίποτα με σιγουριά. Και φτάνεις να μην ξέρεις ποιος είσαι» συνεχίζει ο Ογκιούν. «Πριν από χρόνια, μέχρι και το DNA ψάχναμε, ήμασταν αποφασισμένοι. Βρήκαμε τον κοινοτάρχη από το Σουδάν στη Θεσσαλονίκη, μου ήρθε πρόσκληση να πάω εκεί, να ψάξω τις ρίζες μου. Δεν πήγα. Τελευταία στιγμή φοβήθηκα. Δεν ξέρω τι» λέει ο Ογκιούν.

«Η μαμά μου τούς θυμάται εδώ με χαλκάδες στη μύτη. Είναι απόγονοι των οικογενειών που δούλευαν στα χωράφια του Μεχμέτ Αλί» λέει ο Ιωάννης Αγκόρτσας, ο παθολόγος που «κουράρει» την κοινότητα του Αβάτου, προσπαθώντας ταυτόχρονα να τους φέρει σε επαφή με την ιστορία τους. «Τους είχαν φέρει για να δουλεύουν στα χωράφια. Οταν έγινε η ανταλλαγή πληθυσμών με τη Συνθήκη της Λωζάννης, ή θα έφευγαν ή θα έμεναν εδώ. Δεν είχαν πού αλλού να πάνε, γι’ αυτό και έμειναν εδώ. Το 1923 έγιναν επίσημα Ελληνες πολίτες, και ως τέτοιοι πήραν με εντολή της ελληνικής κυβέρνησης μερίδιο από τα τσιφλίκια των Τούρκων» λέει ο ίδιος.



«Η ιστορία των ανθρώπων αυτών είναι άγνωστη. Υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε μόνο -ότι ήταν γιοι εργατών που παρέμειναν στην Ελλάδα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο» λέει ο καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Νικόλαος Ξηροτύρης, ένας από τους -μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού- επιστήμονες που έχουν ερευνήσει τις ρίζες αυτής της κοινότητας. Ο πρώτος επιστήμονας που εντόπισε τους μαύρους της Θράκης ήταν πρίγκιπας Πέτρος της Δανίας και της Ελλάδας. Ανθρωπολόγος ο ίδιος, σε μελέτη του στα χωριά της βόρειας Ελλάδας εντυπωσιάστηκε από την κοινότητα. «Η περιοχή αυτή ήταν αιγυπτιακό τσιφλίκι. Τους είχαν φέρει πλούσιοι Αιγύπτιοι. Από την Κατοχή και μετά όμως ξεκίνησαν οι μικτοί γάμοι και είναι δύσκολο να βρεις γνήσιους» λέει ο καθηγητής.

Οι νεότεροι θέλουν, όπως λένε, «να αλλάξει η ράτσα. Να σπάσει το μαύρο». «Εγώ λευκή παντρεύτηκα, μια Μολδαβή, αλλά δεν τη δέχτηκαν οι γονείς. Ημουν ερωτευμένος μέχρι τα κόκαλα» λέει ο Ογκιούν. «Οσο πάει και ασπρίζουμε» λέει ο Ρασίμ. «Να, αυτός εκεί ο κατάμαυρος έχει μια κόρη δυο μέτρα». Ο γιος του παντρεύτηκε στη Γερμανία. Νεαρά παιδιά παίζουν στους δρόμους του Αβάτου. «Είμαστε περίπου 50 παιδιά στο χωριό. Το σχολείο είναι στο Εράσμιο, απέχει περίπου 40 λεπτά με τα πόδια. Πηγαίνουμε με το αυτοκίνητο» λέει η Μερβέ Σαμπρί, μια όμορφη μιγάδα, μαθήτρια Γυμνασίου. Στα 14 της, μιλάει αγγλικά, τουρκικά, ελληνικά και λίγα γερμανικά, ακούει ελληνική και τουρκική μουσική, στεναχωριέται που «πολλά παιδιά δεν συνεχίζουν να σπουδάζουν μετά το Λύκειο», ονειρεύεται να γίνει κομμώτρια, παραπονιέται που δεν υπάρχει κοντά σινεμά. «Περνάμε την ώρα μας στο facebook» λέει.

Για την ιστορία της οικογένειάς της δεν γνωρίζει πολλά. Θυμάται, όπως τα περισσότερα παιδιά που ζουν μόνιμα εδώ, ότι «η γιαγιά μου ήταν μαύρη». Η ζωή των προγόνων τους, τα βάσανα, τα έθιμα, οι παραδόσεις, το ταξίδι από την Αφρική στην Ξάνθη, η σκλαβιά και η απελευθέρωση που ήρθε το 1923, έσβησαν για πάντα μαζί με τις τελευταίες ιστορίες των παππούδων που κανείς δεν θυμάται καθαρά. Κι έτσι μοναδικός σύνδεσμος της Μερβέ με το Σουδάν είναι τα άφρο μαλλιά και τα σαρκώδη χείλη. Οπως λέει ο καθηγητής Νικόλαος Ξηροτύρης: «Σιγά σιγά, το μόνο που θα μείνει θα είναι ένας μύθος. Οτι εδώ, σ’ αυτό το χωριό, ζούσαν κάποτε Αφρικανοί».


ΠΗΓΗ   fanpage.gr