Τα τελευταία γεγονότα, με την εξέλιξη της επιχείρησης στο Πέραμα, μας οδηγούν σε σκέψεις για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει θωρακιστεί ο αστυνομικός κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ώστε να είναι αποτελεσματικός, με ξεκάθαρο πλαίσιο ενεργειών. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνται και οι δηλώσεις κορυφαίων κυβερνητικών παραγόντων, που αναφέρουν ότι επιβάλλεται να γίνει μια συζήτηση για το πότε πρέπει χρησιμοποιεί ο αστυνομικός το όπλο του, δεδομένου μάλιστα του γεγονότος ότι σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου ο αστυνομικός δεν κρίνεται όπως ο πολίτης, όταν κάνει χρήση του όπλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
Ας δούμε τι προβλέπει ο νόμος 3169/2003 :

Ένα βασικό στοιχείο του είναι ο διαχωρισμός του πυροβολισμού

1.ακινητοποίησης «όταν στοχεύετε η πλήξη μη ζωτικών σημείων του σώματος ανθρώπου και ιδίως των κάτω άκρων αυτού».

Ο πυροβολισμός ακινητοποίησης επιτρέπεται, αν αυτό απαιτείται:

α. Για την απόκρουση ένοπλης επίθεσης, εφόσον η επίθεση άρχισε ή επίκειται, ώστε κάθε καθυστέρηση αντίδρασης να καθιστά αναποτελεσματική την άμυνα.

β. Για την αποτροπή επικείμενης τέλεσης ή εξακολούθησης κοινώς επικίνδυνου κακουργήματος ή κακουργήματος που τελείται με χρήση ή απειλή σωματικής βίας .

γ. Για τη σύλληψη καταδικασθέντος ή υποδίκου ή καταδιωκόμενου που καταλαμβάνεται να τελεί επ’ αυτοφώρω κακούργημα ή πλημμέλημα, εφόσον αντιδρά στη σύλληψή του και υπάρχει άμεσος κίνδυνος να κάνει χρήση όπλου

2.από τον πυροβολισμό εξουδετέρωσης «όταν στοχεύετε η πλήξη ανθρώπου και πιθανολογείται ακόμη και ο θάνατός του»

α. για την απόκρουση επίθεσης ενωμένης με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου.

β. για τη διάσωση ομήρων, για τους οποίους απειλείται κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης.

Επίσης νόμος προβλέπει πότε απαγορεύεται πυροβολισμός ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης και αυτό ισχύει στις εξής περιπτώσεις:

α. εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγεί τρίτος από αστοχία ή εξοστρακισμό του βλήματος,

β. εναντίον ενόπλου πλήθους, εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγούν άοπλοι,

γ. εναντίον ανηλίκου, εκτός αν αποτελεί το μοναδικό μέσο για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου θανάτου. Ως ανήλικος θεωρείται το πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του,

δ. εναντίον προσώπου που τρέπεται σε φυγή, όταν καλείται να υποστεί νόμιμο έλεγχο.


Επί των πραγματικών περιστατικών αρμοδία να κρίνει είναι η ελληνική δικαιοσύνη. Σημειώνεται ότι τα όρια πολλές φορές είναι δυσδιάκριτα, ο δε αστυνομικός καλείται μέσα σε δευτερόλεπτα και κάτω από συνθήκες ακραίας ψυχολογικής πίεσης να αποφασίσει, αν πρέπει να προχωρήσει στη χρήση του υπηρεσιακού του όπλου.

Επίσης, κρίνεται απαραίτητο να χαρακτηριστεί ιδιώνυμο αδίκημα η επίθεση εναντίον αστυνομικών.

Ειδικότερα, ιδιώνυμο χαρακτηρίζεται το αδίκημα εκείνο το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από έναν ειδικό ποινικό νόμο. Είναι αυτοτελές και δεν εντάσσεται στις γενικότερες κατηγορίες αξιόποινων πράξεων, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τον ποινικό κώδικα με πιο αυστηρή ποινική αντιμετώπιση. Παραδείγματα ιδιώνυμων εγκλημάτων είναι η σωματική βλάβη ανηλίκου, το οποίο αποτελεί ένα πολύ διαφορετικό έγκλημα από την απλή σωματική βλάβη και τις παραλλαγές της, αλλά και η διάταξη, η οποία επιφέρει μεγαλύτερες ποινές σε όσους διαπράττουν αδικήματα καλύπτοντας το πρόσωπό τους. 

Προς αυτήν την κατεύθυνση εξάλλου κινούνται και οι διατάξεις του άρθρου ΠΚ (βία κατά υπαλλήλου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του)

Το ερώτημα είναι αν θέλουμε ως κοινωνία ο αστυνομικός να αισθάνεται περισσότερο προστατευμένος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, δημιουργώντας το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο και η θεσμοθέτηση του ως άνω ιδιώνυμου αδικήματος να αποτελεί ένα μέσο που θα δρα αποτρεπτικά η θα περιορίσει τις επιθέσεις κατά των αστυνομικών.

Επιπλέον, όλα τα παραπάνω μας οδηγούν να σκεφτούμε πόσο χρήσιμες είναι οι body cam για τον μάχιμο αστυνομικό, η χρήση των οποίων, κατά κοινή ομολογία, βοηθά πολλαπλώς στην διερεύνηση - ανάλυση ενός περιστατικού. 

Ειδικότερα :
1. η καταγραφή θωρακίζει τον αστυνομικό δείχνοντας-καταγράφοντας τα προγραμματικά περιστατικά
2. βοηθά στο εκπαιδευτικό κομμάτι όχι μόνον αυτούς που έχουν εμπλακεί σε περιστατικό άλλα και αυτούς που θα το διδαχθούν μετέπειτα στην εκπαίδευση βελτιωτικά
3. διευκολύνει την πειθαρχική διερεύνηση, χωρίς να υπάρχουν κενά και αμφισβήτηση απο καμιά εμπλεκόμενη πλευρά
4. επικουρεί όποιον σχεδιάζει μια επιχείρηση να αποφύγει ενέργειες που σε άλλες περιπτώσεις ήταν λιγότερο αποτελεσματικές.

Πρόσφατα μετά από πολύ προσπάθεια και του συνδικαλιστικού φορέα των αστυνομικών της φυσικής και πολίτικης ηγεσίας έγινε αλλαγή στο νομοθετικό πλαίσιο και κατέστη δυνατό να φέρει ο αστυνομικός κάμερα και να γίνεται καταγραφή των επιχειρήσεων στις οποίες συμμετέχει. 

Μάλιστα είχε τονισθεί ότι οι πρώτες κάμερες θα χρησιμοποιηθούν σε υπηρεσίες πρώτης γραμμής (ΔΙΑΣ-ΟΠΚΕ-ΜΑΤ,κλπ) .Σε αυτό το κομμάτι βλέπουμε ότι ενώ έχει γίνει η αγορά των καμερών, αυτές έχουν χρησιμοποιηθεί από ελάχιστα έως καθόλου, ενώ όλοι συμφωνούμε ότι θα βοηθούσαν στην λήψη καλύτερων αποφάσεων στο πεδίο καθώς και στην αξιολόγηση- διερεύνηση των περιστατικών.

Καταλήγοντας, αν θέλουμε να έχουμε μια αποτελεσματική αστυνομία, κρίνεται απαραίτητη η συνεχής επιμόρφωση των αστυνομικών, η οποία είχε ατονήσει λόγω της οικονομικής ύφεσης, η αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου, κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η προστασία του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, καθώς και η προώθηση της χρήσης σύγχρονων μέσων, που παρέχει πλέον η τεχνολογία.

Σιμόπουλος Ευάγγελος
Αντιπρόεδρος Ομίλου Αστυνομικών Θεσσαλονίκης
Μέλος Ε.Α.Υ.Θ.
Μέλος Α.Σ.Π.Α.


bordernews.gr