Οι πολλές δολοφονίες στα αστικά κέντρα και η αποτυχία της ενσωμάτωσης των μεταναστών έριξαν την προηγούμενη κυβέρνηση και δίχασαν την άλλοτε ειδυλλιακή χώρα.
Ο Ρέινε Μπέργκλουντ, στα 51 του ήδη υπηρετεί στην αστυνομία της Στοκχόλμης εδώ και 20 χρόνια και κάθε μέρα σχεδόν απαντά σε κλήσεις για νέες δολοφονίες εν ψυχρώ ή μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ των μελών συμμοριών που μαστίζουν τα νότια προάστια της σουηδικής πρωτεύουσας. «Πλέον (οι φόνοι) δεν σταματούν ποτέ», λέει στους Times, στεκόμενος στον τόπο της «εκτέλεσης» ενός 15χρονου μέσα σε εστιατόριο, μέρα μεσημέρι, από συνομήλικό του.
Σήμερα, η Σουηδία είναι πρώτη στην Ευρώπη σε ανθρωποκτονίες από όπλα. Πέρυσι, σύμφωνα με το σουηδικό εθνικό συμβούλιο για την πρόληψη του εγκλήματος, 63 άνθρωποι σκοτώθηκαν από σφαίρες, περισσότεροι από το διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, και συγκριτικά με τον πληθυσμό, πολύ περισσότεροι από ό,τι στο Λονδίνο ή το Παρίσι. Κι ενώ το ποσοστό των υπόλοιπων βίαιων εγκλημάτων έχει μειωθεί ελαφρώς στη Σουηδία, το ποσοστό των θανατηφόρων εγκλημάτων από όπλα και επιθέσεις με εκρηκτικά παρουσιάζει αλματώδη αύξηση. Το αποτύπωμα αυτής της εγκληματικότητας στη σουηδική κοινωνία είναι τεράστιο.
Εκτός από τις ζωές που χάθηκαν, η βία έριξε την προηγούμενη κυβέρνηση, άλλαξε νόμους και πολιτικές και δίχασε τη χώρα που κάποτε ήταν περήφανη για τη φήμη της ως ένα ειρηνικό κράτος πρόνοιας, φωτεινό παράδειγμα για τα υπόλοιπα. Σήμερα, το ένα πέμπτο όλων των ανθρώπων που ζουν στη Σουηδία έχουν γεννηθεί σε άλλη χώρα. Η συντριπτική πλειοψηφία των ατόμων που εμπλέκονται σε εγκλήματα συμμοριών είναι νεαροί Σουηδοί που είτε γεννήθηκαν στο εξωτερικό ή οι γονείς τους ή ο παππούς και η γιαγιά τους μετανάστευσαν στη Σουηδία. Πολλοί Σουηδοί πιστεύουν ότι για πάρα πολύ καιρό, οι αρχές αγνόησαν το αυξανόμενο πρόβλημα της βίας των συμμοριών, διότι δεν ήθελαν χαρακτηριστούν ως ρατσιστές ή επειδή συνέβαινε σε απομονωμένα και φτωχά προάστια, μακριά από την άνετη ζωή αυτών που καταστρώνουν τις πολιτικές.
«Ξυπνήσαμε πολύ αργά», λέει χαρακτηριστικά ο Μπέργκλουντ. «Εμείς, κάποια στιγμή, είχαμε ελάχιστες απαιτήσεις από τον κόσμο (που μετανάστευε) στη Σουηδία. Είμαι ο πρώτος που καλωσορίζω άτομα από άλλες χώρες, αλλά πρέπει να υπάρξουν κάποιες προϋποθέσεις για να είναι κανείς μέλος της κοινωνίας μας». Πολλοί Σουηδοί αναφέρουν το παράδειγμα της Δανίας, που κατάφερε να μειώσει τον αριθμό των μελών συμμοριών κατά το ένα τρίτο την τελευταία δεκαετία, χάρη στην πολύ σκληρή πολιτική της έναντι των μεταναστών.
Η Κοπεγχάγη αντιμετώπισε τις συμμορίες θεσπίζοντας πολύ αυστηρές ποινές και πολλαπλασίασε τους ελέγχους στους δρόμους όλες τις ώρες. Ωστόσο, ο δανός εγκληματολόγος στο Πανεπιστήμιο του Λουντ, Ντέιβιντ Σάουσνταλ, θεωρεί ότι δεν ευθύνονται τα σκληρά μέτρα για τη μείωση της εγκληματικότητας, αλλά η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, οι αναβαθμισμένες κοινωνικές υπηρεσίες σε περιοχές-γκέτο και η εμπειρία και η καλύτερη εκπαίδευση της αστυνομίας. «Για να αποτραπεί η εγκληματικότητα ή για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος ένταξης νέων σε συμμορίες, πρέπει να λειτουργεί σωστά το κράτος πρόνοιας και οι πολιτικές στέγασης και εκπαίδευσης», είπε ο Σάουσνταλ.
Οι Σουηδοί πάντως, εισήγαγαν αυστηρότερες ποινές ακόμα και για νεότερους παραβάτες. Παρόλα αυτά, οι ειδικοί σημειώνουν ότι δεν έχουν καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα για το ποια μέτρα λειτουργούν, επισημαίνει το δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας. Στο Μάλμε, όπου η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη πριν κάποια χρόνια, φαίνεται πως βοήθησε το πρόγραμμα «Στοπ στους πυροβολισμούς», που εφαρμόστηκε το 2018 και βασίστηκε σε μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε στη Βοστώνη τη δεκαετία του 1990. Το πρόγραμμα επικεντρώθηκε στον διάλογο μεταξύ αστυνομίας, τοπικών αρχών και αρχηγών των συμμοριών -στοχεύοντας άμεσα στους πιο βίαιους εγκληματίες για να μειωθούν οι δολοφονίες. Ωστόσο, σύμφωνα με τους Times, υπάρχουν ελάχιστες αποδείξεις ότι το πρόγραμμα ευθύνεται για τη μείωση των δολοφονιών που σχετίζονται με συμμορίες και των επιθέσεων με εκρηκτικά. Κάποιοι εγκληματολόγοι αναφέρουν ότι το πρόβλημα απλά μεταφέρθηκε στη Στοκχόλμη.
Η σουηδική αστυνομία σημειώνει ότι στα ευάλωτα προάστια της Στοκχόλμης, οι νέοι σπεύδουν με μεγάλη προθυμία να γίνουν μέλη συμμοριών. Κάποιες συμμορίες είναι πολύ οργανωμένες με αρχηγούς, υπαρχηγούς και στρατιώτες, ενώ υπάρχουν και μέλη που είναι μόλις εννέα ετών. Άλλες συμμορίες είναι πιο χαλαρές παρέες φίλων που προέρχονται από διάφορες χώρες, από τη Μέση Ανατολή μέχρι τη Λατινική Αμερική και από την ανατολική Ευρώπη μέχρι την Αφρική.
Τα μέλη τους βγάζουν χρήματα μέσω πωλήσεων ναρκωτικών και όπλων, καθώς και εκβιαστικών κυκλωμάτων. Όμως ανάμεσα στις «μάτσο» συμμορίες, ακόμα και το πιο ελαφρύ αδίκημα, μπορεί να τιμωρηθεί με φόνο. Αν και πολλές από τις γειτονιές όπου μένουν, θα θεωρούνταν ειδυλλιακές σε άλλες χώρες, με καθαρούς δρόμους, πάρκα και κήπους, στην πραγματικότητα είναι πιο καλοδιατηρημένα γκέτο και σε συνδυασμό με την έλλειψη κοινωνικών υπηρεσιών και κρατικών υποδομών, έχει δημιουργηθεί χάσμα μεταξύ των κατοίκων τους και των υπόλοιπων Σουηδών. «Οι δημόσιες υπηρεσίες έχουν εξαφανιστεί και οι σχολικές επιδόσεις έχουν πάρει την κατηφόρα τα τελευταία 20 χρόνια», επισημαίνει ο Κόβαν Αλσαγουϊς, ρεπόρτερ της κρατικής τηλεόρασης που ειδικεύεται στις συμμορίες. «Είναι δύο παράλληλες κοινότητες». Οι νέοι που αισθάνονται περιθωριοποιημένοι -κάποιοι δεν μιλούν άπταιστα τη γλώσσα, παρά το γεγονός ότι είναι σουηδοί πολίτες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη χώρα- είναι εύκολη λεία για τις συμμορίες. Ο Μπέργκλουντ είπε ότι οι αρχηγοί των συμμοριών δελεάζουν τα νέα μέλη από μικρή ηλικία και εξαγοράζουν εύκολα την αφοσίωσή τους, ακόμα και με μια πίτσα. «Τους λένε, “μπορείς να προσέχεις, να μας πεις αν έρθει η αστυνομία”; Αν πεις “ναι” μια φορά, μετά δεν μπορείς να πεις “όχι”, γιατί τότε θα πουν ότι τους το χρωστάς». Συχνά, νεαρά μέλη συμμοριών πληρώνονται με ρούχα, όπως μπλουζάκια και καπέλα αξίας εκατοντάδων ευρώ, αντί για μετρητά.
Στην ιστοσελίδα Kronofogden, όπου εκτίθενται τα αγαθά που κατασχέθηκαν από τις αρχές, πωλούνται για παράδειγμα ακριβά μπουφάν από επώνυμες μάρκες, συχνά στα πιο μικρά ανδρικά μεγέθη, επειδή τα φορούν παιδιά και έφηβοι. Ο Μπέργκλουντ δεν πιστεύει ότι λύση απέναντι στη βία είναι περισσότερες κοινωνικές υπηρεσίες. «Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν έχουν μια λέσχη νέων για να πάνε. Σε ένα προάστιο, όπου υπήρχε λέσχη, οι νέοι έρχονταν φορώντας αλεξίσφαιρα γιλέκα. Δεν το κάνεις αυτό αν δεν πιστεύεις ότι κινδυνεύεις να σε πυροβολήσουν». Ο ίδιος θεωρεί ότι χρειάζονται περισσότεροι αστυνομικοί με καλύτερη εκπαίδευση, καθώς επίσης μεγαλύτερη συνεργασία με οικογένειες μελών συμμοριών, με σχολεία και κοινωνικές υπηρεσίες. Για ορισμένες οικογένειες όμως, είναι ήδη πολύ αργά.
Ο Ομέρ Σαριχάν, 66 ετών, μετακόμισε στη Σουηδία τη δεκαετία του 1970 από την Τουρκία. Για δεκαετίες, έχτισε μια καλή ζωή στη Στοκχόλμη, μεγαλώνοντας τα τέσσερα παιδιά του, τα οποία συνέχισαν να έχουν επιτυχημένες καριέρες. Ο μεγαλύτερός του, ο Σερντάρ, ήταν ένας αξιοσέβαστος κτηματομεσίτης. Όταν ο Ομέρ αποσύρθηκε από τη δουλειά του, όπου διοικούσε μια εταιρεία ταξί, άρχισε να εργάζεται μαζί του. Αλλά η οικογένεια είχε συνεχή προβλήματα με τον γιο του Σερντάρ, τον Αντέμ, ο οποίος πήρε τον στραβό δρόμο στα 18 του και αργότερα έκοψε επαφή με τον πατέρα και τον παππού του. Τον Μάρτιο ένα σουηδικό τηλεοπτικό πρόγραμμα μετέδωσε το όνομα και τη φωτογραφία του Αντέμ, ανακοινώνοντας ότι καταζητείτο για έναν πυροβολισμό στην Ουψάλα, μια πόλη βόρεια της Στοκχόλμης, που φαίνεται ότι είχε στόχο την οικογένεια ενός γνωστού μαφιόζου. Κανείς δεν προειδοποίησε τους συγγενείς του Αντέμ ότι είχαν μπει στο στόχαστρο της μαφίας και οι ίδιοι. Οι συμμορίες είναι γνωστό ότι επιτίθενται σε μέλη οικογενειών αντίπαλων εγκληματιών όταν θέλουν να εκδικηθούν. Λίγες ώρες αργότερα, ο Σερντάρ έπεφτε νεκρός από σφαίρες μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του. Οι κόρες του κοιμούνταν μέσα. Ο Αντέμ παρουσιάστηκε στην αστυνομία και αργότερα αφέθηκε ελεύθερος. «Κατέστρεψαν τις ζωές μας», είπε ο Ομέρ. «Δεν πρόκειται για βία μεταξύ συμμοριών. Πρόκειται για τρομοκρατία… Πεθαίνω καθημερινά από αυτόν τον πόνο».
Πηγή protagon.gr