Το πρωί αστυνομικός, το βράδυ ιερέας
Η ιστορία του π. Αθανάσιου Αντωνίου, που υπηρετεί ταυτόχρονα ως αστυνομικός αλλά και ως πρεσβύτερος σε ιερό ναό στην Καρδίτσα
Οταν ήταν μικρός, η μητέρα του τον κυνηγούσε γύρω από το τραπέζι για να διαβάσει για το σχολείο. Εκείνος αναρωτιόταν: γιατί χρειάζεται να ξέρω πόσο κάνει 1+1 αν είναι να πιάσω έναν κλέφτη; Ο π. Αθανάσιος Αντωνίου, 47 ετών σήμερα, είναι μία ιδιαίτερη, αν και όχι μοναδική, περίπτωση αστυνομικού: είναι ταυτόχρονα και ιερέας.«Είχα από μικρός κόλλημα με τη δικαιοσύνη», λέει σήμερα στην «Κ». «Ανέκαθεν, όταν είχα μπροστά μου δύο ανθρώπους που αντιδικούσαν, ήμουν αυτομάτως με το μέρος του αδικημένου, εκείνου που κινδύνευε». Παράλληλα, ήταν κοντά στην εκκλησία, αλλά, όπως αναφέρει ο ίδιος, με τον τρόπο που είναι περισσότεροι: συμμετοχή στην κυριακάτικη λειτουργία και αυτό ήταν όλο. Τις Κυριακές, όμως, δεν ήταν απλώς ένας ενορίτης. «Με το που άνοιγε η πόρτα του ναού, εμένα το μόνο που με ενδιέφερε ήταν το πρόσωπο του ιερέα. Είχα αποφασίσει ότι, αν ήταν να ασχοληθώ με την εκκλησία, αυτό θα ήταν μόνο από τη θέση του ιερέα», διηγείται.
Ανέκαθεν, όταν είχα μπροστά μου δύο ανθρώπους που αντιδικούσαν, ήμουν αυτομάτως με το μέρος του αδικημένου, εκείνου που κινδύνευε.
Γεννημένος το 1977 στη Λάρισα, ο π. Αθανάσιος εισήχθη στη Σχολή Αστυφυλάκων, στη Σητεία, με την πρώτη σειρά εισαχθέντων με πανελλαδικές εξετάσεις. Βέβαια, σύμφωνα με τον ίδιο, όταν είχε αποφασίσει ότι θέλει να γίνει αστυνομικός, είχε στο μυαλό του ότι θα είναι όπως τις ταινίες: «Σκεφτόμουν και ήλπιζα ότι θα είμαι έξω κυνηγώντας τους “κακούς”», είναι τα δικά του λόγια. «Εκείνη την εποχή, όμως, η πολιτεία ήθελε αστυνομικούς για να στελεχώσουν διοικητικές υπηρεσίες, αλλά εγώ δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος που ήθελε να κάθεται ήσυχος, κλεισμένος σε ένα γραφείο».
Τότε, δεν υπήρξε δίλημμα για το αν θέλει να γίνει αστυνομικός ή ιερέας· είχε αφοσιωθεί στην ΕΛ.ΑΣ. Ωστόσο, τον έτρωγαν οι σκέψεις για το αν θα φορούσε ποτέ το ράσο. «Ημουν και μαζεμένος ως άνθρωπος. Οταν οι συνάδελφοι στη σχολή ξενυχτούσαν διασκεδάζοντας, ήμουν πάντοτε ο πρώτος που αποχωρούσε. Τότε, μάλιστα, σκεφτόμουν ότι δεν θα με χάλαγε να ενδυθώ κάποια στιγμή στο μέλλον το σχήμα του ιερέα».
Οταν τελείωσε τη σχολή, μετατέθηκε στην Αθήνα και υπηρέτησε στην ΥΜΕΤ. «Ευτυχώς, η μονάδα μου δεν χρειάστηκε ποτέ να μετέλθει βίαια μέσα για την επιβολή της τάξης και είχα ήσυχη την ψυχή μου – ο Θεός με γλίτωσε από τέτοιες ενέργειες», περιγράφει στην «Κ». Ακόμα δεν ήταν τότε η στιγμή να προχωρήσει σε χειροτονία. Ηταν ανύπαντρος και σκεφτόταν ότι, για να γίνει ιερέας, θα ήθελε να έχει και τη σύμφωνη γνώμη της συζύγου του.
Σε μία άδεια από την υπηρεσία, βρέθηκε με έναν φίλο του στην πατρίδα του, τη Λάρισα. Κάποια στιγμή, αποφάσισε με τον ίδιο να μεταβούν στον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου στην Καρδίτσα για να παρακολουθήσουν, όπως λέει ο ίδιος, ένα κατηχητικό για μεγάλους, όπου παραδίδονταν μαθήματα Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Σε αυτό το μάθημα, γνώρισε την Ιωάννα Γιαννακάκου, μετέπειτα σύζυγό του. «Ο πνευματικός μου, π. Πασχάλης Γκινούδης, που έφυγε από τη ζωή προ δύο ετών, στα 95 του χρόνια, ήταν ο κύριος αίτιος ως προς τον γάμο με τη μέλλουσα πρεσβυτέρα. Ηταν ο οδηγός μου στο λεωφορείο προς τον παράδεισο», λέει ο π. Αθανάσιος. «Με εκείνη τη γνωριμία, είχαν τελειώσει όλα!» θυμάται σήμερα.
Μέχρι να χειροτονηθεί, αναζητούσε πληροφορίες για το πώς και αν μπορεί να συνδυάσει τις δύο αυτές ιδιότητες. Εντόπισε τον αμέσως προηγούμενο αστυνομικό που είχε ενδυθεί το σχήμα της ιεροσύνης.
Οταν αποφάσισε ότι είναι η ώρα να ενταχθεί στις τάξεις της Εκκλησίας, το συζήτησε με τη μέλλουσα πρεσβυτέρα. «Ηταν σύμφωνη με αυτή μου την επιθυμία». Ετσι, τον Απρίλιο του 2014, χειροτονήθηκε άμισθος διάκονος από τον μακαριστό μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, κυρό Κύριλλο, και, τον Απρίλιο του 2016, άμισθος πρεσβύτερος, από τον νυν μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, κ. Τιμόθεο, ο οποίος τον τοποθέτησε στην ενορία όπου λειτουργεί και σήμερα: στον ιερό ναό Προφήτου Ηλία στο Ριζοβούνι Καρδίτσας.Μέχρι να χειροτονηθεί, εντούτοις, αναζητούσε πληροφορίες για το πώς και αν μπορεί να συνδυάσει τις δύο αυτές ιδιότητες. Εντόπισε τον αμέσως προηγούμενο αστυνομικό που είχε ενδυθεί το σχήμα της ιεροσύνης.
Εκείνος του είχε πει ότι, κατόπιν συνεννόησης με τον διοικητή και τον ταξίαρχο της υπηρεσίας του για το πού μπορεί να τοποθετηθεί ως ιερωμένος πια, θα μπορούσε να προχωρήσει στην ένταξή του στους κόλπους της Εκκλησίας. Μιλώντας με τους ανωτέρους του, ο π. Αθανάσιος ήταν ξεκάθαρος: «Θα πάω όπου με τοποθετήσετε. Αν θέλετε περιπολίες, αν θέλετε να τριγυρνάω στους δρόμους, αν θέλετε να κάνω ελέγχους σε καταστήματα, θα το κάνω», αφηγείται ο ιερέας-αστυνομικός.
Αναζητώντας πληροφορίες για τον… συνδυασμό
Εως τότε, όπως λέει ο ίδιος, δεν είχε ακριβώς σκεφτεί πώς θα συνδυάσει τις δύο διαφορετικές… ενδυμασίες. «Εχω δημιουργήσει, όμως, μία πατέντα: όταν είμαι στην υπηρεσία, στο πρατήριο καυσίμων της Αστυνομικής Διεύθυνσης Καρδίτσας, φορώ ένα εξώρασο, ή κοντόρασο όπως λέγεται, που είναι κάτι μεταξύ ράσου και κοσμικής περιβολής», λέει.
Με τους συναδέλφους αστυνομικούς αλλά και με τους πολίτες της περιοχής ποτέ δεν αντιμετώπισε πρόβλημα. Εξάλλου, όσο προετοιμαζόταν για τη χειροτονία του, άφηνε τα μαλλιά και τα γένια του να μεγαλώσουν και, όταν τον ρωτούσαν τι και πώς, εκείνος εξηγούσε. «Κανέναν τελικά δεν ξένισε ότι αποφάσισα να γίνω ιερέας. Ισως κάποιοι να ήταν κάπως μαγκωμένοι για τον συνδυασμό, αλλά τίποτα ιδιαίτερο», αναφέρει ο π. Αθανάσιος.
Κανέναν τελικά δεν ξένισε ότι αποφάσισα να γίνω ιερέας. Ισως κάποιοι να ήταν κάπως μαγκωμένοι για τον συνδυασμό, αλλά τίποτα ιδιαίτερο.
Τον πρώτο καιρό από τη χειροτονία του κι εντεύθεν, έκανε κανονικά υπηρεσίες: βάρδιες σε περιπολικά, συμμετοχή σε περιστατικά. «Κανένας δεν αναρωτήθηκε “τι είναι τούτος;”» λέει.
Ούτε, όμως, ο ίδιος βρέθηκε σε δίλημμα ανάμεσα στις δύο ιδιότητες. «Ο αστυνομικός για το σώμα, ο ιερέας για την ψυχή. Κάθε φορά που υπηρεσιακά οδηγώ κάποιον στο Τμήμα, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τον μνημονεύω. Ολοι αξίζουν να μπουν στη βασιλεία του Θεού, ό,τι κι αν έχουν κάνει, αν ζητήσουν συγχώρεση», περιγράφει ο π. Αθανάσιος.
Κάθε φορά που υπηρεσιακά οδηγώ κάποιον στο Τμήμα, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τον μνημονεύω. Ολοι αξίζουν να μπουν στη βασιλεία του Θεού, ό,τι κι αν έχουν κάνει, αν ζητήσουν συγχώρεση.
Πριν από καιρό, μάλιστα, όταν βρέθηκε με άλλους ιερείς στο Αγιον Ορος και η συζήτησε έφτασε στο τι θα κάνει αν η πατρίδα τον καλέσει στα όπλα, ο ίδιος φάνηκε αποφασισμένος: «Εγώ φέρω ένα όπλο. Αν η πατρίδα με χρειαστεί, αν πρέπει να χρησιμοποιήσω βία, θα φτάσω έως εκεί που πρέπει, έως το όριο που μου θέτει η υπηρεσία μου. Αργότερα, θα σπεύσω στον πνευματικό μου, που σήμερα είναι ο π. Κυριακός Τσολάκης, και θα του ζητήσω να μεσιτεύσει για να λάβω συγχώρεση από τον Θεό».
Ο π. Αθανάσιος Αντωνίου δεν έχει οριστεί εξομολόγος από τον μητροπολίτη, αλλά στην ερώτηση τι θα έκανε, ως αστυνομικός, αν κάποιος του εξομολογείτο ένα έγκλημα, ο ίδιος λέει: «Δεν θα απευθυνόταν σ’ εμένα ως αστυνομικό σε μία τέτοια περίπτωση, αλλά ως ιερέα. Και το καθήκον μου είναι να το κρατήσω για μένα, γιατί η εξομολόγηση είναι ιερό μυστήριο. Θα προσπαθούσα να τον πείσω να παραδοθεί. Εντούτοις, αν δεν το κατάφερνα, απλώς θα έλεγα στους συναδέλφους μου αστυνομικούς να κοιτάξουν και άλλες πτυχές του εγκλήματος, μήπως, ας πούμε, τους έχει διαφύγει κάτι, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να “δώσω” εξομολογούμενο».
ΠΗΓΗ kathimerini.gr
Αναζητώντας πληροφορίες για τον… συνδυασμό
Εως τότε, όπως λέει ο ίδιος, δεν είχε ακριβώς σκεφτεί πώς θα συνδυάσει τις δύο διαφορετικές… ενδυμασίες. «Εχω δημιουργήσει, όμως, μία πατέντα: όταν είμαι στην υπηρεσία, στο πρατήριο καυσίμων της Αστυνομικής Διεύθυνσης Καρδίτσας, φορώ ένα εξώρασο, ή κοντόρασο όπως λέγεται, που είναι κάτι μεταξύ ράσου και κοσμικής περιβολής», λέει.
Με τους συναδέλφους αστυνομικούς αλλά και με τους πολίτες της περιοχής ποτέ δεν αντιμετώπισε πρόβλημα. Εξάλλου, όσο προετοιμαζόταν για τη χειροτονία του, άφηνε τα μαλλιά και τα γένια του να μεγαλώσουν και, όταν τον ρωτούσαν τι και πώς, εκείνος εξηγούσε. «Κανέναν τελικά δεν ξένισε ότι αποφάσισα να γίνω ιερέας. Ισως κάποιοι να ήταν κάπως μαγκωμένοι για τον συνδυασμό, αλλά τίποτα ιδιαίτερο», αναφέρει ο π. Αθανάσιος.
Κανέναν τελικά δεν ξένισε ότι αποφάσισα να γίνω ιερέας. Ισως κάποιοι να ήταν κάπως μαγκωμένοι για τον συνδυασμό, αλλά τίποτα ιδιαίτερο.
Τον πρώτο καιρό από τη χειροτονία του κι εντεύθεν, έκανε κανονικά υπηρεσίες: βάρδιες σε περιπολικά, συμμετοχή σε περιστατικά. «Κανένας δεν αναρωτήθηκε “τι είναι τούτος;”» λέει.
Ούτε, όμως, ο ίδιος βρέθηκε σε δίλημμα ανάμεσα στις δύο ιδιότητες. «Ο αστυνομικός για το σώμα, ο ιερέας για την ψυχή. Κάθε φορά που υπηρεσιακά οδηγώ κάποιον στο Τμήμα, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τον μνημονεύω. Ολοι αξίζουν να μπουν στη βασιλεία του Θεού, ό,τι κι αν έχουν κάνει, αν ζητήσουν συγχώρεση», περιγράφει ο π. Αθανάσιος.
Κάθε φορά που υπηρεσιακά οδηγώ κάποιον στο Τμήμα, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τον μνημονεύω. Ολοι αξίζουν να μπουν στη βασιλεία του Θεού, ό,τι κι αν έχουν κάνει, αν ζητήσουν συγχώρεση.
Πριν από καιρό, μάλιστα, όταν βρέθηκε με άλλους ιερείς στο Αγιον Ορος και η συζήτησε έφτασε στο τι θα κάνει αν η πατρίδα τον καλέσει στα όπλα, ο ίδιος φάνηκε αποφασισμένος: «Εγώ φέρω ένα όπλο. Αν η πατρίδα με χρειαστεί, αν πρέπει να χρησιμοποιήσω βία, θα φτάσω έως εκεί που πρέπει, έως το όριο που μου θέτει η υπηρεσία μου. Αργότερα, θα σπεύσω στον πνευματικό μου, που σήμερα είναι ο π. Κυριακός Τσολάκης, και θα του ζητήσω να μεσιτεύσει για να λάβω συγχώρεση από τον Θεό».
Ο π. Αθανάσιος Αντωνίου δεν έχει οριστεί εξομολόγος από τον μητροπολίτη, αλλά στην ερώτηση τι θα έκανε, ως αστυνομικός, αν κάποιος του εξομολογείτο ένα έγκλημα, ο ίδιος λέει: «Δεν θα απευθυνόταν σ’ εμένα ως αστυνομικό σε μία τέτοια περίπτωση, αλλά ως ιερέα. Και το καθήκον μου είναι να το κρατήσω για μένα, γιατί η εξομολόγηση είναι ιερό μυστήριο. Θα προσπαθούσα να τον πείσω να παραδοθεί. Εντούτοις, αν δεν το κατάφερνα, απλώς θα έλεγα στους συναδέλφους μου αστυνομικούς να κοιτάξουν και άλλες πτυχές του εγκλήματος, μήπως, ας πούμε, τους έχει διαφύγει κάτι, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να “δώσω” εξομολογούμενο».
ΠΗΓΗ kathimerini.gr